«Να φοβάσαι τους νοικοκυραίους, είναι αδίστακτοι». Δε θυμάμαι αν το διάβασα σε κάποιο τοίχο ή τρικάκι, αν το φώναξα ο ίδιος ή απλά κάποιος μου το είπε. Δεν έχει σημασία όμως, γιατί η αλήθεια είναι πως οι «νοικοκυραίοι», και ακόμη περισσότερο εκείνοι που τους παριστάνουν, είναι ένα από τα απεχθέστερα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας.
Πρόκειται στην ουσία για ανθρώπους της μικροαστικής τάξης, στριμωγμένους ανάμεσα στους αστούς και τους εργάτες, παραδοσιακά το πλέον συντηρητικό και αντιδραστικό τμήμα της κοινωνίας, τον περίφημο «εθνικό κορμό». Όνειρό τους η κοινωνική ανέλιξη, για την οποία είναι ικανοί να πράξουν, να υποστούν, να υπομείνουν και να ανεχθούν το οτιδήποτε. Εφιάλτης τους, μήπως ξεπέσουν ακόμη χαμηλότερα, μαζί με εκείνους που θεωρούν κατώτερούς τους. Κι αν για να πετύχουν το πρώτο είναι ικανοί για πολλά, για να μη ταυτιστούν με το δεύτερους, είναι ικανοί για τα χειρότερα.
Τους γνωρίζουμε όλοι πολύ καλά. Είναι εκείνοι που επέτρεψαν επί επτά χρόνια στη Χούντα να δρα ανενόχλητη. Αν τους ρωτήσεις, έχουν την απάντηση έτοιμη, σαν αναμασημένη καραμέλα: «κοιμόμασταν με ανοιχτά παράθυρα, έφτιαξαν δρόμους, είχαμε ησυχία». Δεν τους ένοιαζε αν ο γείτονάς τους βρισκόταν στην εξορία, αν όσοι αντιστέκονταν βασανίζονταν, φυλακίζονταν, δολοφονούνταν. Αρκεί που οι ίδιοι, είχαν την ησυχία τους, την τάξη τους και την ασφάλειά τους, με ανταλλαγή το σκύψιμο του κεφαλιού, άξιοι απόγονοι εκείνων που υποδέχτηκαν μια γενιά πριν τους Γερμανού Ναζί ως «φίλους».
Του είδαμε πάλι ως «αγανακτισμένους πολίτες», στο Πολυτεχνείο το '73, να καραδοκούν γύρω από το ίδρυμα μαζί με χωροφύλακες και παρακρατικούς, για να δείρουν και να βοηθήσουν στο κυνήγι των φοιτητών και νεολαίων που τόλμησαν να πουν το δικό τους «όχι» στη δικτατορία.
Έκτοτε, τους πετυχαίνουμε σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, τα περίφημα «σταγονίδια», να κινούνται ανάμεσα από τη Νέα Δημοκρατία και τα ακροδεξιά κόμματα που κάθε τόσο δημιουργούνται, γιατί ξέρουν ότι υπάρχει έδαφος γι’ αυτά, με αποκορύφωμα το ντροπιαστικό 7% της Χρυσής Αυγής στις εθνικές εκλογές το Σεπτέμβριο του 2015.
Τους είδαμε μετά τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου, το Δεκέμβριο του 2008, να διαμαρτύρονται, όχι για την εν ψυχρώ δολοφονία ενός παιδιού, αλλά επειδή αναστατώθηκε η τάξη απ' όσους βγήκαν στο δρόμο «για ένα κωλόπαιδό που τι ήθελε στα Εξάρχεια»;
Τους ακούσαμε, όταν δολοφόνησαν οι χρυσαυγίτες τον Παύλο Φύσσα, το Σεπτέμβριο του 2013, να λένε «ε τα ήθελε κι αυτός, αν δεν τους πειράξεις, δε σε πειράζουν».
Τους βλέπουμε κάθε φορά που κάποιος προσπαθεί να σηκώσει κεφάλι, να συντάσσονται με τις πιο αντιδραστικές δυνάμεις και ιδέες, ενάντια στον οποιονδήποτε απειλεί την ησυχία τους, τη βόλεψή τους, την ελπίδα τους ότι θα «γίνουν κάποιοι» αν συνεχίσουν να επιδεικνύουν την υποταγή τους. Να «καταδικάζουν τη βία, απ' όπου κι αν προέρχεται», να τηρούν «ίσες αποστάσεις» αλλά να κλείνουν επιδεικτικά το μάτι στους φασίστες και την εξουσία.
Είναι εκείνοι που μικροί πήγαιναν προσκοπάκια, χωρίς όμως ποτέ να μάθουν να αγαπάνε τη φύση, μόνο τους βιομήχανους. Στέλναν τα παιδιά τους στα κατηχητικά, αλλά δεν τους έμαθαν την αγάπη στον πλησίον, όταν αυτός είναι ξένος, μετανάστης, διαφορετικός, αδύναμος.
Μέχρι τώρα όμως, τουλάχιστον στο πρόσφατο παρελθόν, δεν τους είχαμε δει να δολοφονούν. Το λυντσάρισμα του Ζακ Κωστόπουλου, λίγες ημέρες πριν, ενός αδύναμου κι ακίνδυνου ανθρώπου, μέρα μεσημέρι, στο κέντρο της Αθήνας, μας έδειξε ότι είναι ικανοί ακόμη και γι’ αυτό. Δε με ενδιαφέρει το εάν και ποιος ήταν ο νεκρός, για το εάν μπήκε να κλέψει ή όχι, για το εάν ήταν επικίνδυνος, αν το μαχαίρι ήταν δικό του ή οποιαδήποτε άλλη λεπτομέρεια. Γιατί μπροστά στη δημόσια εκτέλεση που έλαβε χώρα και μάλιστα μπροστά σε ένα αμέτοχο κοινό, όλα τα υπόλοιπα, είναι λεπτομέρειες.
Ευελπιστώ πως μέσα στο επόμενο χρονικό διάστημα η αλήθεια θα λάμψει. Θα μάθουμε ποιος ήταν ο Ζακ Κωστόπουλος αλλά και ποιο είναι το πραγματικό ποιόν των δύο δολοφόνων. Θα δούμε και ποιοι άλλοι αποτέλεσαν ηθικούς και φυσικούς αυτουργούς σε αυτή την απαίσια πράξη. Οι νομικοί του μέλλοντος, θα μελετούν την υπόθεση και θα αναρωτιούνται αν τελικά υπάρχει συλλογική ευθύνη. Η χυδαία αντιμετώπιση της περίπτωσης από τα ΜΜΕ, ίσως να διδάσκεται ως παράδειγμα προς αποφυγή σε σχολές δημοσιογραφίας.
Το περίεργο όμως σε αυτή την υπόθεση, δεν είναι το πως αντέδρασαν οι «νοικοκυραίοι-μαγαζάτορες». Δεν είναι καν περίεργο που βγήκαν τόσοι να υπερασπιστούν ως κάτι το αποδεκτό το δημόσιο λυντσάρισμα. Είπαμε, οι νοικοκυραίοι είναι αδίστακτοι. Το περίεργο για εμένα όμως είναι άλλο. Θα περίμενε κανείς, πως μετά από τόσες δεκαετίες και τόσα περιστατικά, το ποιοι είναι οι «νοικοκυραίοι», θα ήταν γνωστό σε όλους. Σε όλους, εκτός από κάποιους δημοσιογράφους, φαίνεται, από αυτούς που υποτίθεται πως ξέρουν καλύτερα. Αυτοί που υποτίθεται πως γνωρίζουν, πως έχουν κάνει ρεπορτάζ, πως ξέρουν ότι πάντα, ανάμεσα στους νοικοκυραίους, κρύβονται και οι φασίστες.
Ανενημέρωτοι ή προπαγανδιστές; Μπορεί τίποτα από τα δυο. Απλά, φοβούνται μη χάσουν το πελατολόγιό τους και τις διαφημίσεις τους. Ίσως αυτοί τελικά να είναι οι πιο αδίστακτοι.