Πρέπει να ήταν λίγο πριν τα μεσάνυχτα χθες όταν, με πρόφαση πως ψάχνω να εντοπίσω μια διεύθυνση, βρέθηκα να διασχίζω τη κεντρική πλατεία της πόλης μου. Αν και δεν έκανε κρύο, ανέβαινα αργά προς την Παπαστράτου με τα χέρια στις τσέπες της ζακέτας μου, παρατηρώντας βαριεστημένα τους λιγοστούς περαστικούς, θέλοντας να κάνω την επιτηδευμένη βόλτα μου να κρατήσει όσο το δυνατόν περισσότερο. Λίγα μέτρα μπροστά μου, προπορεύονταν ένας πιτσιρίκος που, χάρη στην ιδιόμορφη παρατηρητικότητά μου, αισθανόμουν ότι κάπου τον έχω ξαναδεί, ίσως μια φορά, να χορεύει στο δρόμο.
Ξαφνικά, έκανε μια κίνηση που τράβηξε σχεδόν όλη την προσοχή μου επάνω του: έσκυψε δίπλα σ’ ένα φυτεμένο δέντρο και πήρε στο χέρι του τρεις μικρές άσπρες πέτρες, από αυτές που κάποιοι πιστεύουν πως με τη ψεύτικη φυσικότητά τους καλλωπίζουν τα παρτέρια. «Τι θα τις κάνει τις πέτρες»; αναρωτήθηκα. «θα σπάσει κάτι ή θα χτυπήσει κάποιον»; Και με την επίσης ιδιόμορφη περιέργειά μου που ακολουθεί την ανάλογη παρατηρητικότητά μου, αποφάσισα να τον ακολουθήσω διακριτικά, άλλωστε κινούμασταν προς την ίδια κατεύθυνση, για να δω τι σκοπεύει να κάνει.
Μπροστά εκείνος και δέκα-δεκαπέντε μέτρα παραπίσω εγώ, περπατώντας λίγο πιο αργά απ’ ότι συνήθως, δήθεν αδιάφορος αλλά με την προσοχή μου στραμμένη επάνω του. «Που να τις πηγαίνει τρεις μικρές άσπρες πέτρες; Οι κινήσεις του είναι πολύ αποφασιστικές», σκεφτόμουν. Δεν χρειάστηκε να περπατήσουμε πολύ ακόμη, για να δοθεί, έστω πρόσκαιρα, ένα τέλος στις εμμονικές μου σκέψεις. Ο νεαρός σταμάτησε ξαφνικά, στράφηκε προς τον επάνω όροφο ενός καταστήματος, και πέταξε μια πέτρα με δύναμη αλλά αδέξια.
Η πέτρα δεν βρήκε το στόχο της, προφανώς ένα γυάλινο παράθυρο του δευτέρου ορόφου, και ο πιτσιρίκος απογοητευμένος αμόλησε μια δυσνόητη βρισιά. «Προφανώς πρόκειται για μια πράξη στοχευμένη, μάλλον πολιτική», σκέφτηκα αμέσως, ενώ συνέχιζα να περπατώ αργά προς το μέρος του. «Το κατάστημα ανήκει σε αλυσίδα, μάλλον πρόκειται για έναν μικρό αναρχικό που θεωρεί ότι έτσι χτυπά τον καπιταλισμό και τον καταναλωτισμό», ήταν η επόμενη σκέψη μου που ήρθε εντελώς αβίαστα.
Αμέσως όμως, μου πέρασαν κι άλλες σκέψεις από το μυαλό μου: «Μα καλά, γιατί δε χτυπά τη τζαμαρία του ισογείου και σημαδεύει το παράθυρο του πρώτου, δεν θα του ήταν πιο εύκολος στόχος; Ίσως να το δοκίμασε και να είδε ότι δε σπάει εύκολα, το γνωρίζω εξ ιδίας πείρας… Αλλά καλά, τόσο άστοχος είναι; Κοτζάμ παράθυρο και δεν το βρήκε καν με τη πετριά»;
Μια παρέα που περνούσε από το ίδιο σημείο, φάνηκε να μη συμμερίζεται το δικό μου σκεπτικό: «Τι κάνεις εκεί ρε φίλε; Δεν κατάλαβες ότι πήγες να μας χτυπήσεις»; Ο νεαρός προσπαθούσε να ψελλίσει κάτι και να δικαιολογηθεί. «Χαζό θα είναι», σκέφτηκα. «Ναι, πάει και πετροβολάει το μαγαζί αλλά δεν του κόβει καθόλου γιατί το κάνει, ούτε μια απάντηση δεν έχει έτοιμη να δώσει σ’ έναν τυχαίο περαστικό, άσε που πράγματι θα μπορούσε να έχει χτυπήσει τους ανθρώπους».
Είχα πλέον απομακρυνθεί καμιά εικοσαριά μέτρα και διαπίστωσα πως δεν είμαι ο μόνος που ασχολείται μαζί του. Δυο άλλοι νεαροί είχαν βγει από ένα παρακείμενο στενό και έκαναν χάζι το διάλογο του πιτσιρίκου με τη παρέα των περαστικών. Είχα απομακρυνθεί αρκετά και δεν άκουγα τι έλεγαν, κοντοστάθηκα όμως για να δω πως θα εξελιχθεί η κατάσταση.
Θυμήθηκα ότι λίγο πιο κάτω, είχα δει μερικούς μαυροφορεμένους αστυνομικούς, ΟΠΚΕ, ΔΙΑΣ ή κάτι τέτοιο. Αν πήγαινα να το πω στο νεαρό να έχει το νου του; «Ρε φίλε, τι κάνεις εκεί; Δεν αξίζει να σε πιάσουν για ένα σπασμένο παράθυρο, σκέψου το». Αυτό θα του έλεγα. Ήταν κάτι που κι εγώ θα ήθελα να το είχα ακούσει στην ηλικία του, σκεφτόμουν. Από την άλλη όμως, ποιος είμαι εγώ να του πω τι να κάνει; Αν ήμουν εγώ στη θέση του, θα έδινα όντως σημασία στα λόγια ενός τυχαίου περαστικού; «Σίγουρα δεν πάει καλά, ούτε 12:00 δεν είναι, έξω ακόμη έχει κόσμο, κι αυτός πετροβολάει παράθυρα», και με αυτή τη σκέψη, αποφάσισα να συνεχίσω για το σπίτι μου, θέλοντας να πιστεύω πως αυτό ήταν το καλύτερο που είχα να κάνω.
Θα έλεγα ψέματα αν υποστήριζα πως η περίπτωσή του δεν με απασχόλησε. Ήταν ψηλός αλλά αναμφίβολα ήταν ανήλικος, βαριά 18 χρονών. Τι θα καταλάβαινε αν το έσπαγε το παράθυρο; Δεν φοβόταν την αστυνομία ή τον κόσμο που θα τον έβλεπε; Τι νόμιζε ότι θα κατάφερνε; Σκέψεις που γύριζαν στο μυαλό μου, δίχως να μπορώ να δώσω σαφή απάντηση. Ίσως τελικά αυτό το οποίο να με έκανε να «κολλήσω» τόσο με αυτό το περιστατικό, να ήταν επειδή θεωρούσα και τον εαυτό μου εμπλεκόμενο, επειδή δεν έκανα κάποια κίνηση να του μιλήσω, να του εξηγήσω και να ζητήσω κι από εκείνον να μου εξηγήσει.
Σήμερα το μεσημεράκι, αποφάσισα να βγω από το σπίτι με προορισμό το καφενείο του ξαδέρφου μου. Η μέρα ήταν όμορφη κι αποφάσισα να επιμηκύνω τη βόλτα μου, περνώντας πάλι από το κέντρο της πόλης, ακόμη κι αν αυτό σήμαινε πως θα ξεμάκραινα αρκετά από τον τελικό προορισμό μου. Ο πραγματικός λόγος όμως ήταν βαθύτερος: ήθελα να δω ποιο ήταν το αποτέλεσμα της χθεσινής, τυχαίας μου συνάντησης που σε τόσες σκέψεις με βύθισε, αν κατάφερε τελικά να το σπάσει το ρημάδι το παράθυρο. Άλλωστε, είχε ακόμη τουλάχιστον άλλες δυο πέτρες στη διάθεσή του, ενώ σε περίπτωση που χρειαζόταν ανεφοδιασμό, το παρτέρι δεν έπεφτε και πολύ μακριά.
Δεν ξέρω αν αποτέλεσε πραγματικά έκπληξη που το παράθυρο έστεκε ακόμη στη θέση του, απείραχτο, ακριβώς έτσι όπως ήταν και πριν ξεκινήσει το χθεσινό πετροβόλημα ο πιτσιρίκος. Αυτό όμως που ήταν έκπληξη, είναι πως λίγο κάτω από το παράθυρο, στην άκρη του τσιμεντένιου περβαζιού, βρισκόταν μια πλαστική φουσκωτή μπάλα. Οι σκέψεις που ακολούθησαν, ήταν πολύ περισσότερες από τις χθεσινοβραδινές, κι αυτή τη φορά, είχαν θέσει εμένα στο επίκεντρό τους.
ΥΓ
Μέρος της παραπάνω αφήγησης ενδέχεται να είναι αποκύημα της φαντασίας μου.