10 Δεκεμβρίου 2018

Υπάρχει και τρίτος ένοχος

Δεν είναι «άτυχη», είναι θύμα και οι δράστες δεν είναι δύο είναι τρεις. Αναφέρομαι στην Ελένη Τοπαλούδη, την κοπέλα που πριν λίγες ημέρες μαρτύρησε και δολοφονήθηκε από τους αλήτες της Ρόδου, τον «19χρονο Αλβανό» και τον (σκέτο) «21χρονο», όπως μας πληροφόρησαν τα ΜΜΕ. Δεν με ενδιαφέρει το τι θα γίνουν οι δύο δολοφόνοι από εδώ και πέρα, ας μεριμνήσει η Δικαιοσύνη όπως πρέπει. Με ενδιαφέρει όμως να μιλήσω για τον τρίτο θύτη, αυτόν που μέχρι στιγμής έχει μείνει στο απυρόβλητο, και είναι σύσσωμη η ίδια η ελληνική κοινωνία.

Τους βλέπουμε κάθε μέρα. Είναι δίπλα μας, κοντά μας. Είναι οι ψευτόμαγκες και μπούληδες του σχολείου, του γυμναστηρίου, της δουλειάς, της γειτονιάς, με νόηση συνήθως αντιστρόφως ανάλογη των μυών τους. Είναι οι  «παλικαράδες» και «λεβέντες» που ως «υποδοχή» κάθονται στην πόρτα στα «μαγαζιά», είναι οι φωνακλάδες που πάντα έχουν δίκιο, γιατί δια της βοής και του «τσαμπουκά» καλύπτουν την αδικία, είναι τα «χαϊδεμένα» παιδιά του μπαμπά και της μαμάς που ποτέ δεν έχουν ευθύνη για τις πράξεις τους, γιατί πάντα κάποιος θα τους «καλύψει», είναι εκείνοι που έχουν μάθει ότι το χρήμα τους εξασφαλίζει ατιμωρησία και με αυτό μπορούν να εξουσιάζουν.

Είναι οι κάθε λογής φασίστες και σεξιστές που νομίζουν πως το γεγονός ότι φέρουν το ανδρικό φύλο, αυτόματα τους κάνει ανώτερους από το μισό του παγκόσμιου πληθυσμού. Είναι όλοι αυτοί που όχι μόνο ανεχόμαστε ως κοινωνία, αλλά ενθαρρύνουμε μάλιστα να συμπεριφέρονται έτσι, γιατί θεωρούμε ότι αυτός είναι ο «ανδρισμός», γιατί η γυναίκα θα είναι πάντα κάτω από τον άντρα, γιατί έτσι έχουμε γαλουχηθεί κι εμείς και γιατί το στενό μας μυαλό δεν μπορεί να καταλάβει πόσο λάθος είμαστε.

Θυμώνω που ακούω να αναρωτούνται κάποιοι «τι ήθελε η κοπέλα με τους δυο μαζί», εξισώνοντας για άλλη μια φορά το θύμα με τους θύτες. Επειδή δεν μπορούν να καταλάβουν πως είναι δικαίωμα του καθενός να κάνει οτιδήποτε θέλει στην προσωπική του ζωή, δεν είναι όμως δικαίωμα κανενός να αφαιρεί τη ζωή του άλλου. Άλλωστε, ποτέ δεν θα έκαναν την ίδια ερώτηση αν ένας άντρας βρισκόταν με δυο γυναίκες...

Τους αναγνωρίζετε; Μάλλον ναι, γιατί είμαστε όλοι μας. Αν θέλουμε να είμαστε ελάχιστα ειλικρινείς ή δίκαιοι, δεν πρέπει να τιμωρηθούν μόνο οι φυσικοί αυτουργοί της δολοφονίας της Ελένης Τοπαλούδη, αλλά και ο ηθικός αυτουργός, που είμαστε όλοι μας, όλοι εμείς που συμμετέχουμε σ’ αυτή την κοινωνία που μόλις προανέφερα. Κι επειδή δεν υπάρχει φυλακή να μας χωρέσει όλους, μαζί με τους δολοφόνους, ας αποτελέσει αφορμή αυτό το έγκλημα για ν’ ανοίξει επιτέλους μια συζήτηση, μπας και ανοίξουν έτσι λίγο και τα μυαλά μας, και ίσως να καταφέρουμε να μην ξαναθρηνήσουμε άλλο θύμα σαν αυτή την κοπέλα.

Ας βγουν οι ειδικοί να μελετήσουν και να γνωμοδοτήσουν, ας προβληματιστούμε όλοι, ας μπει επιτέλους ένα μάθημα σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης στα σχολεία. Να μάθουν τα παιδιά ότι υπάρχει η σεξουαλική ευχαρίστηση αλλά υπάρχει και το «όχι», το οποίο, όσο μάγκας κι αν νομίζεις ότι είσαι, οφείλεις να το σεβαστείς. Αλλά να μη μείνουμε εκεί, να καταδικάσουμε στην πράξη αυτές τις συμπεριφορές, να μην τις ξαναδούμε μπροστά μας. Να αναλάβει ο κάθε γονέας, κηδεμόνας και παιδαγωγός τις ευθύνες του. Την Ελένη δεν την δολοφόνησαν δύο, αλλά τρεις. Κι από τη στιγμή που ανήκουμε σ' αυτή τη σεξιστική κοινωνία, είμαστε όλοι ένοχοι. Κανείς δεν είναι αθώος.

01 Νοεμβρίου 2018

Ο μικρός αναρχικός

Πρέπει να ήταν λίγο πριν τα μεσάνυχτα χθες όταν, με πρόφαση πως ψάχνω να εντοπίσω μια διεύθυνση, βρέθηκα να διασχίζω τη κεντρική πλατεία της πόλης μου. Αν και δεν έκανε κρύο, ανέβαινα αργά προς την Παπαστράτου με τα χέρια στις τσέπες της ζακέτας μου, παρατηρώντας βαριεστημένα τους λιγοστούς περαστικούς, θέλοντας να κάνω την επιτηδευμένη βόλτα μου να κρατήσει όσο το δυνατόν περισσότερο. Λίγα μέτρα μπροστά μου, προπορεύονταν ένας πιτσιρίκος που, χάρη στην ιδιόμορφη παρατηρητικότητά μου, αισθανόμουν ότι κάπου τον έχω ξαναδεί, ίσως μια φορά, να χορεύει στο δρόμο.

Ξαφνικά, έκανε μια κίνηση που τράβηξε σχεδόν όλη την προσοχή μου επάνω του: έσκυψε δίπλα σ’ ένα φυτεμένο δέντρο και πήρε στο χέρι του τρεις μικρές άσπρες πέτρες, από αυτές που κάποιοι πιστεύουν πως με τη ψεύτικη φυσικότητά τους καλλωπίζουν τα παρτέρια. «Τι θα τις κάνει τις πέτρες»; αναρωτήθηκα. «θα σπάσει κάτι ή θα χτυπήσει κάποιον»; Και με την επίσης ιδιόμορφη περιέργειά μου που ακολουθεί την ανάλογη παρατηρητικότητά μου, αποφάσισα να τον ακολουθήσω διακριτικά, άλλωστε κινούμασταν προς την ίδια κατεύθυνση, για να δω τι σκοπεύει να κάνει.

Μπροστά εκείνος και δέκα-δεκαπέντε μέτρα παραπίσω εγώ, περπατώντας λίγο πιο αργά απ’ ότι συνήθως, δήθεν αδιάφορος αλλά με την προσοχή μου στραμμένη επάνω του. «Που να τις πηγαίνει τρεις μικρές άσπρες πέτρες; Οι κινήσεις του είναι πολύ αποφασιστικές», σκεφτόμουν. Δεν χρειάστηκε να περπατήσουμε πολύ ακόμη, για να δοθεί, έστω πρόσκαιρα, ένα τέλος στις εμμονικές μου σκέψεις. Ο νεαρός σταμάτησε ξαφνικά, στράφηκε προς τον επάνω όροφο ενός καταστήματος, και πέταξε μια πέτρα με δύναμη αλλά αδέξια.

Η πέτρα δεν βρήκε το στόχο της, προφανώς ένα γυάλινο παράθυρο του δευτέρου ορόφου, και ο πιτσιρίκος απογοητευμένος αμόλησε μια δυσνόητη βρισιά. «Προφανώς πρόκειται για μια πράξη στοχευμένη, μάλλον πολιτική», σκέφτηκα αμέσως, ενώ συνέχιζα να περπατώ αργά προς το μέρος του. «Το κατάστημα ανήκει σε αλυσίδα, μάλλον πρόκειται για έναν μικρό αναρχικό που θεωρεί ότι έτσι χτυπά τον καπιταλισμό και τον καταναλωτισμό», ήταν η επόμενη σκέψη μου που ήρθε εντελώς αβίαστα.

Αμέσως όμως, μου πέρασαν κι άλλες σκέψεις από το μυαλό μου: «Μα καλά, γιατί δε χτυπά τη τζαμαρία του ισογείου και σημαδεύει το παράθυρο του πρώτου, δεν θα του ήταν πιο εύκολος στόχος; Ίσως να το δοκίμασε και να είδε ότι δε σπάει εύκολα, το γνωρίζω εξ ιδίας πείρας… Αλλά καλά, τόσο άστοχος είναι; Κοτζάμ παράθυρο και δεν το βρήκε καν με τη πετριά»;

Μια παρέα που περνούσε από το ίδιο σημείο, φάνηκε να μη συμμερίζεται το δικό μου σκεπτικό: «Τι κάνεις εκεί ρε φίλε; Δεν κατάλαβες ότι πήγες να μας χτυπήσεις»; Ο νεαρός προσπαθούσε να ψελλίσει κάτι και να δικαιολογηθεί. «Χαζό θα είναι», σκέφτηκα. «Ναι, πάει και πετροβολάει το μαγαζί αλλά δεν του κόβει καθόλου γιατί το κάνει, ούτε μια απάντηση δεν έχει έτοιμη να δώσει σ’ έναν τυχαίο περαστικό, άσε που πράγματι θα μπορούσε να έχει χτυπήσει τους ανθρώπους».

Είχα πλέον απομακρυνθεί καμιά εικοσαριά μέτρα και διαπίστωσα πως δεν είμαι ο μόνος που ασχολείται μαζί του. Δυο άλλοι νεαροί είχαν βγει από ένα παρακείμενο στενό και έκαναν χάζι το διάλογο του πιτσιρίκου με τη παρέα των περαστικών. Είχα απομακρυνθεί αρκετά και δεν άκουγα τι έλεγαν, κοντοστάθηκα όμως για να δω πως θα εξελιχθεί η κατάσταση.

Θυμήθηκα ότι λίγο πιο κάτω, είχα δει μερικούς μαυροφορεμένους αστυνομικούς, ΟΠΚΕ, ΔΙΑΣ ή κάτι τέτοιο. Αν πήγαινα να το πω στο νεαρό να έχει το νου του; «Ρε φίλε, τι κάνεις εκεί; Δεν αξίζει να σε πιάσουν για ένα σπασμένο παράθυρο, σκέψου το». Αυτό θα του έλεγα. Ήταν κάτι που κι εγώ θα ήθελα να το είχα ακούσει στην ηλικία του, σκεφτόμουν. Από την άλλη όμως, ποιος είμαι εγώ να του πω τι να κάνει; Αν ήμουν εγώ στη θέση του, θα έδινα όντως σημασία στα λόγια ενός τυχαίου περαστικού; «Σίγουρα δεν πάει καλά, ούτε 12:00 δεν είναι, έξω ακόμη έχει κόσμο, κι αυτός πετροβολάει παράθυρα», και με αυτή τη σκέψη, αποφάσισα να συνεχίσω για το σπίτι μου, θέλοντας να πιστεύω πως αυτό ήταν το καλύτερο που είχα να κάνω.

Θα έλεγα ψέματα αν υποστήριζα πως η περίπτωσή του δεν με απασχόλησε. Ήταν ψηλός αλλά αναμφίβολα ήταν ανήλικος, βαριά 18 χρονών. Τι θα καταλάβαινε αν το έσπαγε το παράθυρο; Δεν φοβόταν την αστυνομία ή τον κόσμο που θα τον έβλεπε; Τι νόμιζε ότι θα κατάφερνε; Σκέψεις που γύριζαν στο μυαλό μου, δίχως να μπορώ να δώσω σαφή απάντηση. Ίσως τελικά αυτό το οποίο να με έκανε να «κολλήσω» τόσο με αυτό το περιστατικό, να ήταν επειδή θεωρούσα και τον εαυτό μου εμπλεκόμενο, επειδή δεν έκανα κάποια κίνηση να του μιλήσω, να του εξηγήσω και να ζητήσω κι από εκείνον να μου εξηγήσει.

Σήμερα το μεσημεράκι, αποφάσισα να βγω από το σπίτι με προορισμό το καφενείο του ξαδέρφου μου. Η μέρα ήταν όμορφη κι αποφάσισα να επιμηκύνω τη βόλτα μου, περνώντας πάλι από το κέντρο της πόλης, ακόμη κι αν αυτό σήμαινε πως θα ξεμάκραινα αρκετά από τον τελικό προορισμό μου. Ο πραγματικός λόγος όμως ήταν βαθύτερος: ήθελα να δω ποιο ήταν το αποτέλεσμα της χθεσινής, τυχαίας μου συνάντησης που σε τόσες σκέψεις με βύθισε, αν κατάφερε τελικά να το σπάσει το ρημάδι το παράθυρο. Άλλωστε, είχε ακόμη τουλάχιστον άλλες δυο πέτρες στη διάθεσή του, ενώ σε περίπτωση που χρειαζόταν ανεφοδιασμό, το παρτέρι δεν έπεφτε και πολύ μακριά.

Δεν ξέρω αν αποτέλεσε πραγματικά έκπληξη που το παράθυρο έστεκε ακόμη στη θέση του, απείραχτο, ακριβώς έτσι όπως ήταν και πριν ξεκινήσει το χθεσινό πετροβόλημα ο πιτσιρίκος. Αυτό όμως που ήταν έκπληξη, είναι πως λίγο κάτω από το παράθυρο, στην άκρη του τσιμεντένιου περβαζιού, βρισκόταν μια πλαστική φουσκωτή μπάλα. Οι σκέψεις που ακολούθησαν, ήταν πολύ περισσότερες από τις χθεσινοβραδινές, κι αυτή τη φορά, είχαν θέσει εμένα στο επίκεντρό τους.


ΥΓ
Μέρος της παραπάνω αφήγησης ενδέχεται να είναι αποκύημα της φαντασίας μου.

23 Οκτωβρίου 2018

Οι θησαυροί του Αγρινίου

«Βραχωρίου Ιχνηλάτες», σε παραλλαγές και συνδυασμούς του γκρι.

Δέκα ομάδες, 13 γρίφοι και δυο δραστηριότητες, πολύ τρέξιμο, ψάξιμο και σκέψη, χαρακτήρισαν το πρώτο «Κυνήγι Κρυμμένου Θησαυρού» στο Αγρίνιο, την Κυριακή, 21 Οκτωβρίου 2018. Άξιοι διοργανωτές η Γυμναστική Εταιρεία Αγρινίου σε συνεργασία με τη Σχολή Τοπικής Ιστορίας και Πολιτισμού «Αθανάσιος Παλιούρας» και το Δήμο Αγρινίου. Το πραγματικό κέρδος όμως για τους συμμετέχοντες δεν ήταν τα δώρα που έλαβαν οι τρεις πρώτες ομάδες ή η διασκέδαση που τους πρόσφερε το παιχνίδι, αλλά η χαρά της ανακάλυψης πως το Αγρίνιο κρύβει πολλά μυστικά και ιστορία. Ειδικά όμως όταν η ανακάλυψη αυτή γίνεται από άτομα που δεν κατάγονται από την πόλη, το κέρδος είναι πολλαπλό για όλους.

Συμμετείχα ως μέλος της ομάδας «Βραχωρίου Ιχνηλάτες», με επικεφαλής τον εξάδελφό μου Κώστα Σαλταούρα και μέλη την Ελένη Σαλταούρα, την Εύη Παπαβασιλείου, τη Ραφαέλα Καραγεωργίου, το Θανάση Ζολώτα και τη Σαββίνα Λαβιδοπούλου. Χρώμα μας το γκρι και δύναμή μας η πολυσυλλεκτικότητα της ομάδας, αφού τα τέσσερα μέλη ήταν φοιτητές, οι τρεις μάλιστα προερχόμενες από άλλα μέρη της Ελλάδας.

Η προετοιμασία μας, στοιχειώδης: μια βόλτα την τελευταία βραδιά από κάποια χαρακτηριστικά μνημεία της πόλης, κάτι που μάλλον περισσότερο μας μπέρδεψε παρά μας βοήθησε, και φυσικά η κατασκευή των κονκάρδων που όλα τα μέλη της ομάδας φορούσαν: γκρι πλαίσιο και μια κόκκινη καρδιά που στη μέση της έγραφε «Αγρίνιο». Άλλωστε, θεωρούσαμε πως λίγο-πολύ, ξέρουμε πάρα πολλά για το Αγρίνιο και θα ήμασταν έτοιμοι να ανταπεξέλθουμε σε κάθε γρίφο. Ήμασταν όμως τόσο γελασμένοι…

Το συνεχόμενο τρέξιμο, άλλοτε με τα πόδια κι άλλοτε με το μηχανάκι, αποδείχθηκε πως δεν επαρκούσε για να καλύψει την άγνοιά μας κάποιες φορές και την έλλειψη φαντασίας κάποιες άλλες. Τα τηλεφωνήματα, η συνεχής αναζήτηση στο διαδίκτυο, η κουβέντα με περαστικούς και γνωστούς, κάποιες φορές μας βοήθησαν να φτάσουμε πιο κοντά στη λύση και κάποιες άλλες μας απομάκρυνε περισσότερο.

Η ομάδα όμως, όπως είπαμε, ήταν πολυσυλλεκτική. Διαφορετικές ηλικίες, ενδιαφέροντα, καταγωγές, ανησυχίες. Ο καθένας προσπαθούσε να συμβάλει με τον τρόπο του στην επίλυση του κάθε γρίφου. Μια λέξη εδώ, μια παρατήρηση εκεί, ένα συμπλήρωμα ή μια διόρθωση σε κάποια επιπόλαια σκέψη, και σχεδόν πάντα καταλήγαμε σε μια κοινή απόφαση, ας ήταν και λάθος!

Το τελικό αποτέλεσμα, οι 80 βαθμοί και η 4η θέση, ίσως να αντιπροσωπεύουν τις δυνατότητές μας και τις γνώσεις μας. Υπάρχει όμως και κάτι άλλο, το οποίο δεν αποτυπώνεται στη βαθμολογία, κι αυτό είναι πως όλοι μας, Αγρινιώτες και μη, μέσα από το Κυνήγι του Κρυμμένου Θησαυρού, αγαπήσαμε λίγο περισσότερο αυτή την πόλη, που άλλοι για λιγότερο κι άλλοι για περισσότερο καιρό, βρεθήκαμε να κατοικούμε.

«Δεν ήξερα ότι το Αγρίνιο έχει τόση ιστορία». Δεν θυμάμαι ποιο από τα νεαρότερα μέλη της ομάδας το είπε, θυμάμαι όμως πως ένιωσα μια μικρή υπερηφάνεια, ίσως να μου ξέφυγε κι ένα μικρό χαμόγελο όταν το άκουσα.

Ναι, γιατί όχι; Έχει ιστορία η ασχημούλα του κάμπου, κι όμως κρύβει και ομορφιές, έχει πολλά πράγματα που αξίζουν να τα ξέρεις. Κι αν δεν τα ξέρεις, τότε αξίζει να τα ψάξεις, να τα μάθεις, να ασχοληθείς, να ενδιαφερθείς για τον τόπο και τους ανθρώπους του. Δεν είναι μόνο τα μνημεία, τα κτίρια, οι πλατείες και οι ανδριάντες. Είναι η ιστορία, η κουλτούρα και ο πολιτισμός που κρύβονται πίσω απ’ όλα αυτά. Έννοιες που θεωρούμε πως σήμερα έχουν χαθεί από την πόλη, αρκεί όμως να κοιτάξουμε λίγο πιο διερευνητικά γύρω μας για να τις ξανά-ανακαλύψουμε.

Το Κυνήγι του Κρυμμένου Θησαυρού, δεν τελείωσε. Αντιθέτως, μόλις ξεκίνησε!

30 Σεπτεμβρίου 2018

Τελικά, ποιοι είναι πιο αδίστακτοι;

«Να φοβάσαι τους νοικοκυραίους, είναι αδίστακτοι». Δε θυμάμαι αν το διάβασα σε κάποιο τοίχο ή τρικάκι, αν το φώναξα ο ίδιος ή απλά κάποιος μου το είπε. Δεν έχει σημασία όμως, γιατί η αλήθεια είναι πως οι «νοικοκυραίοι», και ακόμη περισσότερο εκείνοι που τους παριστάνουν, είναι ένα από τα απεχθέστερα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας.

Πρόκειται στην ουσία για ανθρώπους της μικροαστικής τάξης, στριμωγμένους ανάμεσα στους αστούς και τους εργάτες, παραδοσιακά το πλέον συντηρητικό και αντιδραστικό τμήμα της κοινωνίας, τον περίφημο «εθνικό κορμό». Όνειρό τους η κοινωνική ανέλιξη, για την οποία είναι ικανοί να πράξουν, να υποστούν, να υπομείνουν και να ανεχθούν το οτιδήποτε. Εφιάλτης τους, μήπως ξεπέσουν ακόμη χαμηλότερα, μαζί με εκείνους που θεωρούν κατώτερούς τους. Κι αν για να πετύχουν το πρώτο είναι ικανοί για πολλά, για να μη ταυτιστούν με το δεύτερους, είναι ικανοί για τα χειρότερα.

Τους γνωρίζουμε όλοι πολύ καλά. Είναι εκείνοι που επέτρεψαν επί επτά χρόνια στη Χούντα να δρα ανενόχλητη. Αν τους ρωτήσεις, έχουν την απάντηση έτοιμη, σαν αναμασημένη καραμέλα: «κοιμόμασταν με ανοιχτά παράθυρα, έφτιαξαν δρόμους, είχαμε ησυχία». Δεν τους ένοιαζε αν ο γείτονάς τους βρισκόταν στην εξορία, αν όσοι αντιστέκονταν βασανίζονταν, φυλακίζονταν, δολοφονούνταν. Αρκεί που οι ίδιοι, είχαν την ησυχία τους, την τάξη τους και την ασφάλειά τους, με ανταλλαγή το σκύψιμο του κεφαλιού, άξιοι απόγονοι εκείνων που υποδέχτηκαν μια γενιά πριν τους Γερμανού Ναζί ως «φίλους».

Του είδαμε πάλι ως «αγανακτισμένους πολίτες», στο Πολυτεχνείο το '73, να καραδοκούν γύρω από το ίδρυμα μαζί με χωροφύλακες και παρακρατικούς, για να δείρουν και να βοηθήσουν στο κυνήγι των φοιτητών και νεολαίων που τόλμησαν να πουν το δικό τους «όχι» στη δικτατορία.

Έκτοτε, τους πετυχαίνουμε σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, τα περίφημα «σταγονίδια», να κινούνται ανάμεσα από τη Νέα Δημοκρατία και τα ακροδεξιά κόμματα που κάθε τόσο δημιουργούνται, γιατί ξέρουν ότι υπάρχει έδαφος γι’ αυτά, με αποκορύφωμα το ντροπιαστικό 7% της Χρυσής Αυγής στις εθνικές εκλογές το Σεπτέμβριο του 2015.

Τους είδαμε μετά τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου, το Δεκέμβριο του 2008, να διαμαρτύρονται, όχι για την εν ψυχρώ δολοφονία ενός παιδιού, αλλά επειδή αναστατώθηκε η τάξη απ' όσους βγήκαν στο δρόμο «για ένα κωλόπαιδό που τι ήθελε στα Εξάρχεια»;

Τους ακούσαμε, όταν δολοφόνησαν οι χρυσαυγίτες τον Παύλο Φύσσα, το Σεπτέμβριο του 2013, να λένε «ε τα ήθελε κι αυτός, αν δεν τους πειράξεις, δε σε πειράζουν».

Τους βλέπουμε κάθε φορά που κάποιος προσπαθεί να σηκώσει κεφάλι, να συντάσσονται με τις πιο αντιδραστικές δυνάμεις και ιδέες, ενάντια στον οποιονδήποτε απειλεί την ησυχία τους, τη βόλεψή τους, την ελπίδα τους ότι θα «γίνουν κάποιοι» αν συνεχίσουν να επιδεικνύουν την υποταγή τους. Να «καταδικάζουν τη βία, απ' όπου κι αν προέρχεται», να τηρούν «ίσες αποστάσεις» αλλά να κλείνουν επιδεικτικά το μάτι στους φασίστες και την εξουσία.

Είναι εκείνοι που μικροί πήγαιναν προσκοπάκια, χωρίς όμως ποτέ να μάθουν να αγαπάνε τη φύση, μόνο τους βιομήχανους. Στέλναν τα παιδιά τους στα κατηχητικά, αλλά δεν τους έμαθαν την αγάπη στον πλησίον, όταν αυτός είναι ξένος, μετανάστης, διαφορετικός, αδύναμος.

Μέχρι τώρα όμως, τουλάχιστον στο πρόσφατο παρελθόν, δεν τους είχαμε δει να δολοφονούν. Το λυντσάρισμα του Ζακ Κωστόπουλου, λίγες ημέρες πριν, ενός αδύναμου κι ακίνδυνου ανθρώπου, μέρα μεσημέρι, στο κέντρο της Αθήνας, μας έδειξε ότι είναι ικανοί ακόμη και γι’ αυτό. Δε με ενδιαφέρει το εάν και ποιος ήταν ο νεκρός, για το εάν μπήκε να κλέψει ή όχι, για το εάν ήταν επικίνδυνος, αν το μαχαίρι ήταν δικό του ή οποιαδήποτε άλλη λεπτομέρεια. Γιατί μπροστά στη δημόσια εκτέλεση που έλαβε χώρα και μάλιστα μπροστά σε ένα αμέτοχο κοινό, όλα τα υπόλοιπα, είναι λεπτομέρειες.

Ευελπιστώ πως μέσα στο επόμενο χρονικό διάστημα η αλήθεια θα λάμψει. Θα μάθουμε ποιος ήταν ο Ζακ Κωστόπουλος αλλά και ποιο είναι το πραγματικό ποιόν των δύο δολοφόνων. Θα δούμε και ποιοι άλλοι αποτέλεσαν ηθικούς και φυσικούς αυτουργούς σε αυτή την απαίσια πράξη. Οι νομικοί του μέλλοντος, θα μελετούν την υπόθεση και θα αναρωτιούνται αν τελικά υπάρχει συλλογική ευθύνη. Η χυδαία αντιμετώπιση της περίπτωσης από τα ΜΜΕ, ίσως να διδάσκεται ως παράδειγμα προς αποφυγή σε σχολές δημοσιογραφίας.

Το περίεργο όμως σε αυτή την υπόθεση, δεν είναι το πως αντέδρασαν οι «νοικοκυραίοι-μαγαζάτορες». Δεν είναι καν περίεργο που βγήκαν τόσοι να υπερασπιστούν ως κάτι το αποδεκτό το δημόσιο λυντσάρισμα. Είπαμε, οι νοικοκυραίοι είναι αδίστακτοι. Το περίεργο για εμένα όμως είναι άλλο. Θα περίμενε κανείς, πως μετά από τόσες δεκαετίες και τόσα περιστατικά, το ποιοι είναι οι «νοικοκυραίοι», θα ήταν γνωστό σε όλους. Σε όλους, εκτός από κάποιους δημοσιογράφους, φαίνεται, από αυτούς που υποτίθεται πως ξέρουν καλύτερα. Αυτοί που υποτίθεται πως γνωρίζουν, πως έχουν κάνει ρεπορτάζ, πως ξέρουν ότι πάντα, ανάμεσα στους νοικοκυραίους, κρύβονται και οι φασίστες.

Ανενημέρωτοι ή προπαγανδιστές; Μπορεί τίποτα από τα δυο. Απλά, φοβούνται μη χάσουν το πελατολόγιό τους και τις διαφημίσεις τους. Ίσως αυτοί τελικά να είναι οι πιο αδίστακτοι.

04 Σεπτεμβρίου 2018

Absolutum Conservatum*

«Αυτό (Σ.Σ. εννοεί το μάθημα των Λατινικών) πάτε και το αντικαθιστάτε με την Κοινωνιολογία. Δηλαδή μ’ ένα μάθημα, απλώς για να κάνουν τα παιδιά αριστερά». Άδωνις Γεωργιάδης, βουλευτής και αντιπρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, μιλώντας χθες το βράδυ (Δευτέρα, 3 Σεπτεμβρίου 2018) σε τηλεοπτική εκπομπή, με αφορμή την κατάργηση του μαθήματος των Λατινικών από τις Πανελλαδικές εξετάσεις της ερχόμενης χρονιάς.

Πρόκειται για μια σκέψη που διαχρονικά διατρέχει την ελληνική κοινωνία, βρίσκοντας έκφραση σε διάφορες αντιλήψεις και στερεότυπα, όπως η νεοφοβία, οι υπόνοιες για την ελευθεριότητα των φοιτητών, οι αντιδράσεις απέναντι σε κάθε μορφή διεκδίκησης των νέων. Εδώ και δεκαετίες μάλιστα, ο ακροδεξιός τύπος της Ελλάδας εκφράζει αυτή του τη μισαλλοδοξία έχοντας εφεύρει και τη σχετική λέξη, στα ελληνικά φυσικά, όχι στα λατινικά: «θολοκουλτουριάρης», εννοώντας εκείνον του οποίου η καλλιέργεια και το σκεπτικό είναι δυσπρόσιτα στο μέσο άνθρωπο.

Κι αμέσως, το διαδίκτυο και η blogόσφαιρα γέμισαν με «Dum spiro spero» και «Cogito ergo sum», από άτομα που με το ζόρι μιλούν και γράφουν ικανοποιητικά την ελληνική, αντί να βρεθεί ένας να θέσει την εξής πολύ απλή ερώτηση: «τι σημαίνει ότι μια επιστήμη είναι αριστερή»; Μια ερώτηση που δεν του απεύθυναν ούτε οι δημοσιογράφοι της εκπομπής, ούτε οι συνομιλητές του κ. Γεωργιάδη. Σήμερα, μια μέρα μετά την ανεκδιήγητη αυτή δήλωση, το θέμα απαντάται μόνο σε μέρος του Twitter και κάποια φιλοκυβερνητικά site. Στα mainstream μέσα, πέρασε ντούκου (πιθανή λατινική ρίζα;). Φανταστείτε τι θα γινόταν όμως αν κανένας βουλευτής από την απέναντι μεριά έκανε κάποια αντίστοιχη δήλωση, του τύπου ότι «η Νομική είναι μια συντηρητική επιστήμη»...

Απαράδεκτοι και ασυγχώρητοι όλοι, γιατί ακόμη και αν τα έχασαν από την ακραία ειλικρίνεια του κ. Γεωργιάδη, ο χρόνος αντίδρασης και τα μέσα έκφρασης υπάρχουν, για εκείνους που άλλες φορές αποδεικνύονται λαλίστατοι. Γιατί, αυτό που είπε ο αντιπρόεδρος του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης και μέλος του ελληνικού κοινοβουλίου, δεν είναι μια ανοησία, όπως έσπευσαν να καταδείξουν ορισμένοι. Είναι μια μεγάλη αλήθεια για το φόβο που έχει η Εξουσία, η κάθε Εξουσία, απέναντι σε ένα μορφωμένο (και ενημερωμένο θα προσθέσω εγώ) λαό. Άθελά του ίσως, άλλωστε είναι γνωστός για τον αυθορμητισμό του τον οποίο μετά τρέχει να συμμαζέψει, ο κ. Γεωργιάδης αποκάλυψε για άλλη μια φορά τον ακραίο συντηρητισμό που διακρίνει εκείνον, τον πολιτικό χώρο στον οποίο ανήκει, αλλά και, δυστυχώς, τις απόψεις μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας: Ο «μορφωμένος», είναι «επικίνδυνος», γιατί σκέφτεται κι έτσι μπορεί να κρίνει.

Αυτή τη φορά όμως, στο στόχαστρο δεν μπήκε γενικά η διανόηση, αλλά η επιστήμη της Κοινωνιολογίας, η οποίας, όπως φαίνεται, ανήκει στις «αριστερές» επιστήμες, σύμφωνα πάντα με τον κ. Γεωργιάδη. Μια επιστήμη η οποία εξετάζει την οργάνωση των ανθρώπινων κοινωνιών και τις μεταξύ τους πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις, είναι «αριστερή» λοιπόν, και αυτό ειπώθηκε ανερυθρίαστα. Μάλιστα. Τότε, σύμφωνα με την ίδια λογική, υπάρχουν και «δεξιές» επιστήμες; Ίσως αυτές να λειτουργούν με μια διαφορετική μέθοδο, η οποία δεν περιλαμβάνει την παρατήρηση, την υπόθεση, το πείραμα, τα αποτελέσματα και την ερμηνεία, αλλά να βγάζουν πιο «στάνταρ» δεδομένα. Ίσως, όταν έρθει ο ίδιος στην εξουσία, να ζητήσει να μπουν στο περιθώριο μερικές αντεθνικές επιστήμες, να κλείσουν κάποια Πανεπιστημιακά τμήματα ή ακόμη και όλα τα Πανεπιστημιακά τμήματα, αφού άλλωστε ο ίδιος προωθεί την ιδιωτική παιδεία, όπου ο καθένας θα μπορεί να επιλέξει σπουδές που δεν θα τον φέρουν σε επαφή με μιαρές επιστήμες και ιδέες.

Δε θα υποστηρίξω το κλισέ πως η Παιδεία στην Ελλάδα πάσχει. Πιστεύω ειλικρινά πως το εκπαιδευτικό σύστημα βρίσκεται σε ένα αρκετά ικανοποιητικό επίπεδο, έχοντας ωστόσο μεγάλα περιθώρια βελτίωσης, ειδικά στον τρόπο με τον οποίο πραγματοποιούνται τα μαθήματα. Εκείνο όμως στο οποίο πάσχουμε σοβαρά, είναι η αντίληψή μας για την Παιδεία ως ένα μέσο κοινωνικής και οικονομικής ανόδου, μέσω της εξασφάλισης μιας θέσης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και με την κατάλληλη ρουσφετολογική ή πελατειακή υποβοήθηση.

Αν και προσωπικά δεν ξέρω γρι λατινικά, πέρα από εκείνα που έμαθα διαβάζοντας Asterix ως παιδί, δεν είμαι υπέρ της κατάργησης του μαθήματος από τις Πανελλαδικές εξετάσεις, αν και σαφώς τα ενδιαφέροντά μου κλίνουν σαφώς προς τη μεριά της Κοινωνιολογίας (τουσέ, Άδωνι). Είμαι αναφανδόν υπέρ όμως μιας μεταστροφής της αντίληψης που έχουμε ως κοινωνία για τη γνώση και την επιστήμη κατ' επέκταση. Όχι μια αντίληψη όπως αυτή που προανέφερα, αλλά ως ένα μέσο προσωπικής ανάπτυξης και ικανοποίησης των ενδιαφερόντων μας και της περιέργειάς μας πρώτιστα, το οποίο μπορεί να επιφέρει ή όχι μια βελτίωση του κοινωνικού μας status.

Γιατί, στην περίπτωση που αντιμετωπίζουμε την Παιδεία απλά εργαλειακά, τότε δε χρειάζεται ούτε η κατάργηση των Λατινικών ούτε άλλων μαθημάτων ή επιστημών για να μειωθεί το εκπαιδευτικό επίπεδο. Τότε, η Εξουσία έχει ήδη νικήσει, αφού έχει καταφέρει να μας μετατρέψει σε μορφωμένους παπαγάλους. Η έως τώρα ιστορία, δυστυχώς, δείχνει ακριβώς αυτό.


ΥΓ
Σε καμία περίπτωση δεν εξωραΐζω το ρόλο της Επιστήμης, η οποία έχει χρησιμοποιηθεί πολλάκις για την εξουσιαστική καθυπόταξη του ανθρώπου και της φύσης. Όσο όμως η παιδεία μας εξαντλείται σε ό,τι προσφέρουν κράτος και θεσμοί, τόσο αυτή δε θα μπορεί να μετατραπεί σε εργαλείο χειραφέτησης.


*Απόλυτος Συντηρητισμός, σε dog latin.

30 Ιουνίου 2018

Φεύγοντας από τα Γιάννενα

Η πρώτη φωτογραφία που έβγαλα από το μπαλκόνι της σοφίτας μου.

Εξαρχής αυτοπροσδιορίστηκα ως «εργαζόμενος τουρίστας». Η εργασία μου θα αποτελούσε την πρόφαση για να γνωρίσω μια πόλη στην οποία έως τότε είχα υπάρξει απλά περαστικός και δε γνώριζα σχεδόν κανέναν. Έθεσα κάποιους στόχους για εκείνα που θέλω να κάνω μέσα σε αυτό το διάστημα και τους κατάφερα, αλλά παράλληλα, κατάφερα και κάποια άλλα πράγματα, που δεν τα είχα προγραμματίσει.

Επισκέφθηκα πολλές φορές τη λίμνη και το νησί, περιηγήθηκα ξανά και ξανά στο κάστρο με τις δυο ακροπόλεις του, το σπήλαιο, τα γύρω χωριά και βουνά. Περπάτησα ατελείωτες ώρες στους δρόμους και τους πεζόδρομους της πόλης, ήπια σε καφενεία και ταβερνάκια, έφαγα σε εστιατόρια και μεζεδοπωλεία, πήγα σε καφετέριες και μπαράκια, όχι στα club αλλά ναι στα ίντερνετ καφέ. Άκουσα μουσική μόνος μου στο σπίτι αλλά πήγα και σε συναυλίες, είδα ταινίες και σειρές στο λάπτοπ όπως και στον κινηματογράφο και σε προβολές, είδα θέατρο, πήγα σε μουσεία, αρχαιολογικούς χώρους, εκθέσεις, διαδηλώσεις.

Γνώρισα ανθρώπους, στη δουλειά, στη γειτονιά, στο δρόμο. Έκανα φίλους, μπορεί κι εχθρούς, συμπάθησα κάποιους ενώ άλλους τους αντιπάθησα, ίσως το ίδιο κι εκείνοι. Νομίζω ερωτεύτηκα για λίγο αλλά, ως συνήθως, μπορεί να είμαι υπερβολικός. Κάποιοι άνθρωποι με στενοχώρησαν, ενώ άλλοι μου έδωσαν χαρά. Κάποιοι με αδίκησαν κι άλλους τους αδίκησα εγώ. Με κάποιους θα κρατήσω επαφή, με άλλους, έχουμε χαθεί ήδη πριν φύγω.

Δούλεψα, διάβασα, έγραψα, έπαιξα, περιπλανήθηκα, γυμνάστηκα, φωτογράφισα, μοιράστηκα σκέψεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δια ζώσης με την οικογένειά μου και φίλους, και άλλα τα κράτησα για τον εαυτό μου. Απέκτησα συνήθειες κι άφησα άλλες, έκανα πράγματα για τα οποία ντράπηκα, μερικά τα οποία μετάνιωσα κι άλλα για τα οποία ένιωσα ακόμη και μια μικρή περηφάνια.

Κάποιες φορές απογοητεύτηκα. Άλλες αρρώστησα, έγινα και πάλι καλά, ένιωσα ευτυχισμένος, αισιόδοξος, κάποτε προσγειώθηκα απότομα στην πραγματικότητα. Κάτι κέρδισα και κάτι έχασα. Είδα το ηθικό μου άλλοτε να αναπτερώνεται κι άλλοτε να βυθίζεται, μιζέριασα και αναθάρρυνα ξανά, ονειρεύτηκα, έκανα σχέδια που άλλα υλοποίησα κι άλλα απλά τα ξέχασα.

Έμαθα νέα πράγματα, πολλά για εμένα τον ίδιο. Παρατήρησα τον εαυτό μου σε ένα περιβάλλον μη οικείο προς εμένα, σαν το στρατό. Κι όπως και τότε, δεν το άφησα να με αλλοτριώσει, πιστεύω. Ήρθα και πάλι αντιμέτωπος με τις αδυναμίες, που είναι πολλές, αλλά δεν ξέχασα και τα προτερήματά μου, που όλα μαζί διαμορφώνουν αυτό που είμαι.

Κατά καιρούς δηλώνω συλλέκτης εμπειριών, μια δήλωση που δε μπορεί να σταθεί απέναντι σε μια αυστηρή κριτική, γιατί δεν είμαι ποτέ πολύ σίγουρος πως αυτές με βοηθάνε ή πως θα αξιοποιήσω όσες καταφέρω να μαζέψω σε αυτή τη ζωή. Ίσως απλά να θέλω να έχω πράγματα να θυμάμαι το βράδυ που ξαπλώνω ή ιστορίες για να λέω στις παρέες μου. Τώρα όπως που ήρθε η ώρα να φύγω από τα Γιάννενα και αναλογίζομαι όλα τα παραπάνω, ξέρω ότι τουλάχιστον αυτή η πόλη δεν αποτέλεσε για εμένα απλά μια «σφήνα» ανάμεσα στη ζωή μου στο Αγρίνιο και την Αθήνα, αλλά εδώ πρόλαβα να ζήσω πραγματικά, κατάφερα να προσθέσω άλλη μια εμπειρία στην ιδιότυπη συλλογή μου.

Το μέλλον μου άγνωστο, έτσι ακριβώς όπως θέλω να είναι, ελπίζοντας πάντα σε μια έκπληξη, σε κάτι καινούριο. Τα πλάνα μου, εξαντλούνται στο εξής ένα: να απολαύσω ό,τι βρίσκεται μπροστά μου όσο περισσότερο μπορώ. Αν μη τι άλλο, ο ερχομός μου στα Γιάννενα μου έμαθε ότι η ζωή σου όλη μπορεί να αλλάξει από τη μια στιγμή στην άλλη, ακόμη κι εκεί που δεν το περιμένεις!

Βρέθηκα στα Γιάννενα μάλλον κατά τύχη, ίσως από μια μορφή αντίδρασης ή ακόμη και παρόρμησης. Στην αρχή, είπα πως θα είναι κάτι το πρόσκαιρο, για λίγους μήνες. Μετά, σκέφτηκα ότι δεν αποκλείεται να μείνω και για χρόνια. Τελικά, η παραμονή μου κράτησε λίγο παραπάνω από ένα έτος.

31 Μαΐου 2018

Τελικά, πότε σταματά ο πολιτισμός;

«Ο πολιτισμός σας σταματά όταν κοπεί το ηλεκτρικό ρεύμα». Δε θυμάμαι που το διάβασα ή πότε, πιθανότατα σε κάποιον τοίχο, ίσως στο πανεπιστήμιο, αλλά θυμάμαι ότι με νευρίασε πολύ αυτός που το έγραψε. Σε καμία περίπτωση δεν απολαμβάνω το να μένω χωρίς ρεύμα. Σήμερα όμως που έμεινα και από νερό, αναρωτήθηκα και πάλι, τι είναι το χειρότερο τελικά, το να μην έχεις ηλεκτρικό ή να μην έχεις νερό;

Θα παραδεχθώ ότι ιδεολογικά συμφωνώ με το παραπάνω σύνθημα. Τι μπορείς να κάνεις σήμερα χωρίς ρεύμα; Σχεδόν τίποτα ή τουλάχιστον σχεδόν τίποτα απ' όλα αυτά που έχουμε συνηθίσει να κάνουμε καθημερινά. Η τηλεόραση δεν λειτουργεί, ο υπολογιστής το ίδιο, ίντερνετ δεν έχεις, ενώ ακόμη κι αν το κινητό σου ή ένα τάμπλετ μπορεί να υποκαταστήσει κάποιες λειτουργίες επικοινωνίας και ενημέρωσης, μοιραία κάποια στιγμή θα ξεμείνεις από μπαταρία. Κι εκεί σε θέλω να σε δω, πόσα powerbanks έχεις έτοιμα και φορτισμένα μαζί σου.

Αλλά δεν είναι μόνο αυτά. Πως μαγειρεύεις; Πως βλέπεις το βράδυ στο σκοτάδι; Κι αν όταν γίνει η διακοπή είσαι σε κάποιο ασανσέρ; Αν χρειάζεσαι ρεύμα στη δουλειά σου; Ποια δουλειά μπορείς να κάνεις σήμερα που να μη χρειάζεται ηλεκτρισμό; Και τι σημαίνει ρεύμα; Μην είναι τα υδροηλεκτρικά; Μην είναι ο λιγνίτης; Τα καμένα σκουπίδια; Τα αιολικά; Τα φωτοβολταϊκά «πανέλα»; (ναι, έχω ακούσει να τα λένε κι έτσι).

Μήπως τελικά όντως ο πολιτισμός μας τελειώνει μαζί με το ρεύμα; Αρκεί ένα μπλακ-άουτ για να αταβίσουμε πάλι σε άλλες εποχές, από αιώνες ξεχασμένες, ίσως κι ακόμη πιο πίσω; Γιατί μπορεί ο παππούς μου να άναβε κι ένα καντήλι ή μια λάμπα το βράδυ και μια φωτιά στο τζάκι για να μαγειρέψει και να ζεσταθεί, εγώ όμως δεν διαθέτω τίποτα από αυτά, όχι ότι θα ήξερα και να τα χρησιμοποιήσω κατάλληλα αν τα είχα. Τελικά, όσο και να με νευριάζει, ίσως να είχε μεγάλο δίκιο ο σύντροφος που έγραψε το ευφυολόγημά του στον τοίχο, αν και σίγουρα δεν ήταν δικό του, κάτι από Γαλλία μεριά μου μυρίζει, υπολογίζω καμιά πενηντάρα χρόνια πριν, τέτοια εποχή.

Ωραία όλα αυτά, άντε και λέμε ότι συμφωνώ 100%. Συμφωνούσα μάλλον, γιατί σήμερα αναθεωρώ, έχοντας περάσει μια ολόκληρη μέρα και συνεχίζοντας χωρίς νερό στην πόλη των Ιωαννίνων. Το πρόχειρο, πρωινό μου «ρεπορτάζ» ανέφερε «ζημιά στη δεξαμενή από γεώτρηση που τράβηξε λάσπη». Μάλιστα ο υπάλληλος ήταν τόσο πειστικός στο ότι η διακοπή έγινε για να μην πιουν οι Γιαννιώτες, κι εγώ μαζί τους, βρώμικο νερό, που προς στιγμή σκέφτηκα να του ζητήσω συγγνώμη για την τηλεφωνική μου ενόχληση.

«Βρωμάει η υπόθεση, κάτι άλλο είναι», μου είπε ο γείτονας από τον κάτω όροφο όταν του μετέφερα τα καθέκαστα, και σίγουρα δεν αναφερόταν στη βρωμιά από τη απλυσιά όλων μας, αφού ήταν νωρίς ακόμη. «Από μια δεξαμενή που πήρε λάσπη πίνουν νερό όλα τα Γιάννενα;», συνέχισε. Πειστικός κι αυτός, αλλά δε σκέφτηκα να του ζητήσω συγγνώμη. Ίσα-ίσα που νευρίασε κι αυτός γιατί με έβαλε σε σκέψεις και με προβλημάτισε για το αν είμαι εύπιστος στις δικαιολογίες των αρμόδιων υπαλλήλων αντί να το ψάχνω λίγο περισσότερο το πράγμα.

«Τελευταία πεθαίνει η ελπίδα» ακούω από μικρός να λένε, και αφού άφησα να περάσει όλη η μέρα με σοβαρότερες ή μη ασχολίες μου δεξιά κι αριστερά, έχοντας ακούσει εν τω μεταξύ πως η υδροδότηση επανέρχεται σταδιακά, επέστρεψα στο σπίτι μου και κατευθύνθηκα περιχαρής στο μπάνιο να δοκιμάσω τη τύχη μου με τη βρύση. Αμ δε. Ντους δεν, νιπτήρας δεν, το ίδιο και στην κουζίνα. Όχι ότι θα έκανα μπάνιο στο νεροχύτη ή ότι υπήρχε περίπτωση η σοφίτα μου να τροφοδοτείται από τρεις διαφορετικές παροχές, αλλά είπαμε, η ελπίδα...

Και να 'μαι λοιπόν, κοντεύει 4 τα ξημερώματα, σ' ένα ίντερνετ καφέ να γράφω στο blog μου, αφού πρώτα περιπλανήθηκα καμιά ώρα στη πόλη για να δω πως είναι ένα βράδυ χωρίς νερό και αν διαφέρει από όλα τα προηγούμενα βράδια που όχι μόνο είχαμε νερό, αλλά είχαμε και βροχές, κατακλυσμό κανονικό.

Ε, νομίζω ότι τώρα μπορώ ν' αρχίσω να διατυπώνω τα ερωτήματά μου: πως θα ξεδιψάσω; πως θα πλυθώ εγώ και όλη η υπόλοιπη πόλη σήμερα; το σέικερ του φραπέ μου που έχω άπλυτο από το πρωί, πως θα τα πλύνω για να ξαναφτιάξω καφέ αύριο; Η τουαλέτα μου γιατί δεν έχει 2-3 καζανάκια αλλά μόνο ένα; Κι αν έκανα μπάνιο όταν κόπηκε το νερό και ήμουνα γεμάτος σαπουνάδες; Και όλοι αυτοί οι άνθρωποι που χρειάζονται νερό για να κάνουν τις δουλειές τους; Εκτός από τους μινιμαρκετάδες και σουπερμαρκετάδες βέβαια, γιατί οι εξάδες φεύγανε αέρας σήμερα όπως είδα και σίγουρα κάνανε ξεπούλημα.

Είναι κι άλλα ερωτήματα όμως που μου γεννούνται. Όπως το γιατί δεν γράφει το παραμικρό για ένα τέτοιο θέμα η ιστοσελίδα που διαθέτει η αρμόδια υπηρεσία; Γιατί οι ενημερωτικές ιστοσελίδες γράφουν ότι το νερό επέστρεψε, όταν κάτι τέτοιο δεν έχει συμβεί; Τελικά, πήρε χώμα η δεξαμενή από τη γεώτρηση; Κι να την καθάρισαν σήμερα, μήπως ξαναπάρει χώμα αύριο; Και γιατί λέει ότι σε κάποιες περιοχές γύρισε το νερό κανονικά και σε άλλες όχι; Είναι ταξικό το ζήτημα; Στις «καλές» γειτονιές ποτίζουν το γκαζόν και στις «φτωχές» βρέχουν το σβέρκο τους με εμφιαλωμένο; Γίνεται να έχεις ολόκληρη λίμνη δίπλα σου και να μην έχεις νερό στο σπίτι σου; Δεν είναι διαστροφή αυτό το πράγμα;

Μεγάλο κακό κι αυτό, σχεδόν σαν το να μην έχεις ρεύμα, και με εξίσου πολλά ερωτήματα. Ή μήπως μεγαλύτερο κακό ακόμη; Δε μπορώ ν' αποφασίσω. Θα ήμουν πιο ειλικρινής αν σας είχα πει από την αρχή ότι σ' αυτή την ανάρτηση, σαφή απάντηση στο ερώτημα του τίτλου δε θα λάβετε. Αλλά δε μου κόλλαγε σαν κείμενο, καταλαβαίνετε. Από την άλλη όμως, κατάλαβα κι εγώ πόσο σοφό ήταν κάποτε το τρίπτυχο «φως-νερό-τηλέφωνο», που συνήθως συνόδευε «οικόπεδα με δόσεις». Γιατί χωρίς αυτά τα τρία μαζί, ο πολιτισμός μας σίγουρα σταματά!

16 Απριλίου 2018

Το Μαχαίρι

Το νάιλον πανωφόρι και ο σκούφος του, ίσα που τον προστάτευαν από την υγρασία και τη βραδινή ψύχρα. Αν και ήταν ακόμα Αύγουστος, το κρύο ήταν τσουχτερό στην πλαγιά της Οίτης. Πρέπει να ήταν γύρω στις 12 τα μεσάνυχτα και ο Τάκης, ακουμπισμένος σε ένα μικρό βράχο, σκάλιζε μ’ ένα ξύλο μηχανικά τα κάρβουνα μιας σιγανής φωτιάς, βυθισμένος στις σκέψεις του. Φυλούσε πάνω-κάτω 100 γιδοπρόβατα που βρίσκονταν λίγα μέτρα πιο κει, σ’ έναν πρόχειρο στάβλο, όπως έκανε κάθε καλοκαίρι τα τελευταία 25 χρόνια της ζωής του. Από 10 χρονών ακολουθούσε τον πατέρα του και τον μεγαλύτερο αδερφό του, τον Γιώργο, «στα πράματα». Και τώρα, σχεδόν 35, με τον πατέρα του ανήμπορο, την ηλικιωμένη μάνα του να τον φροντίζει στο σπίτι και τον αδερφό του να μετρά ήδη 7 χρόνια νεκρός, είχε απομείνει ολομόναχος, αυτός και τα ζώα του.

Η δουλειά ασταμάτητη, χειμώνα-καλοκαίρι, γιατί τα ζωντανά θέλουν συνέχεια φροντίδα. Ο ελεύθερος χρόνος, μια πολυτέλεια που είχε σχεδόν ξεχάσει. Οι μέρες κυλούσαν, οι εποχές άλλαζαν, το καλοκαίρι στο βουνό, το χειμώνα στο χωριό, τα χρόνια περνούσαν. Ούτε καιρός για διασκέδαση, ούτε για παντρειά φυσικά. Άλλωστε, η οικογένεια είχε βυθιστεί σε πένθος με το θάνατο του Γιώργη, που ως μεγαλύτερος, είχε διπλό ρόλο, αδελφού και πατέρας για τον Τάκη. Ένα δυστύχημα όμως με το τρακτέρ, του έκοψε νωρίς το νήμα της ζωής, στα 33 του χρόνια.

«Κάπου τώρα θα γινόταν 40», σκεφτόταν ο Τάκης, όταν άξαφνα του φάνηκε πως άκουσε ένα θόρυβο, σα μια πέτρα να κυλά, κάπου πίσω του. Γύρισε να κοιτάξει, σκεπτόμενος πως θα είναι κανένα ζώο του βουνού, ακόμη και καμιά αλεπού που μυρίστηκε ανθρώπινη παρουσία και σκέφτηκε να δοκιμάσει την τύχη της. Δεν ήταν όμως τίποτα, ούτε αλεπού, ούτε άλλο ζωντανό. Μέσα στη τσέπη του πανωφοριού του, είχε ένα φακό, απαραίτητο εργαλείο για το βουνό, αλλά δίστασε να τον ανάψει για να μη θαμπώσει τα μάτια του που είχαν συνηθίσει το σκοτάδι. Άλλωστε, το βουνό και η φύση ήταν φίλοι του, δεν είχε τίποτα να φοβηθεί.

Γύρισε να ξανακαθίσει στη θέση του και πριν προλάβει, πάγωσε. Απέναντί του, μόλις τρία-τέσσερα μέτρα μακριά, με μονάχα τη μισοσβησμένη φωτιά να τους χωρίζει, στεκόταν επίσης αμίλητος εκείνος. Ο νεκρός αδερφός του. Το πρόσωπό του ήταν μαυρισμένο, τα ρούχα του σκούρα και απροσδιόριστα, τα μάτια του γυάλιζαν, υπερφυσικά φωτεινά. Χαμογελούσε, ή έτσι του φάνηκε του Τάκη. Η κίνησή του ήταν ασυναίσθητη, σχεδόν χωρίς να το καταλάβει, με το αριστερό του χέρι έπιασε τη μεταλλική λαβή του μαχαιριού που είχε πάντα περασμένο στη μέση του.

«Έλα, έλα να με αγκαλιάσεις!», του είπε η οπτασία. Εκείνος αμίλητος, κρατώντας πάντα τη λαβή του παλιού μαχαιριού, ένοιωθε να ζαλίζεται. «Μα πως; Μα γιατί;» σκεφτόταν. «Τι πράγματα είναι αυτά βρε αδερφέ, δε χαίρεσαι που με βλέπεις; Έλα να σε αγκαλιάσω», ξανάπε η οπτασία, δίχως όμως κανένας από τους δυο να κάνει ένα βήμα προς τον άλλο.

Η φωτιά τρεμόπαιζε, είχαν απομείνει πλέον σχεδόν μόνο τα κάρβουνα, ωστόσο τα μάτια του Γιώργου έμοιαζαν τώρα να γυαλίζουν ακόμη περισσότερο, σε αντίθεση με τη σκοτεινή σιλουέτα του. Ήταν σίγουρος πλέον πως του χαμογελούσε. Όμως δεν ήταν χαμόγελο χαράς. Ήταν ένα σκληρό χαμόγελο, που έμοιαζε εχθρικό, ειρωνικό. «Έχε χάρη που κρατάς αυτό το μαχαίρι, αλλιώς θα καλοπέρναγες απόψε», του είπε, σχεδόν βάναυσα. Τα χείλη του αγρίεψαν για μια στιγμή, το λαμπίρισμα στα μάτια του έσβησε, και του γύρισε την πλάτη. Έμοιαζε να απομακρύνεται στο σκοτάδι, αθόρυβα όπως εμφανίσθηκε, αλλά ο Τάκης δεν εμπιστευόταν πια τις αισθήσεις του.

Σωριάστηκε μεμιάς και ακούμπησε στο βράχο, κρατώντας πάντα τη μεταλλική λαβή. Έτσι τον βρήκε η ανατολή του Ήλιου, χλωμό κι αποσβολωμένο, να κρατά το μαχαίρι.

30 Μαρτίου 2018

Από την «Αριστερά της Ευθύνης» στη «Δεξιά του Κυρίου»

Νομίζω ότι πολλοί θα διαφωνήσουν αλλά για εμένα, τα κόμματα και οι πολιτικές θέσεις, βρίσκονται τοποθετημένα επάνω σ' έναν άξονα που εκτείνεται από τα αριστερά προς τα δεξιά. Ναι, σίγουρα πολλές φορές αυτά μετακινούνται πέρα-δώθε κατά το δοκούν και συχνά δυσκολεύομαι να τα τοποθετήσω επακριβώς, πιστεύω όμως πως ο άξονας και το δίπολο αριστερά-δεξιά υπήρχαν και θα υπάρχουν, όσο κι αν κάποιοι προσπαθούν να μας πείσουν για το αντίθετο, μετατρέποντας τον άξονα ακόμη και σε κύκλο, με θεωρίες των δύο άκρων και δε συμμαζεύεται.

Έτσι, κάθε φορά που δημιουργείται ένα νέο κόμμα, προσπαθώ να καταλάβω τι σημαίνει αυτό. Πρόκειται για μια προσπάθεια να καλυφθεί κάποιο κενό στον άξονα; Υπάρχει ένα ακροατήριο ψηφοφόρων το οποίο τόσα χρόνια δεν εκφράζονταν πολιτικά και κάποιος προσπαθεί να γίνει η φωνή τους στο Κοινοβούλιο; Ή απλά πρόκειται για ένα «παιχνίδι», ένα «τζογάρισμα» ενός πολιτικού αρχηγού, το οποίο θα εξαργυρωθεί αργότερα, για εκείνον και για όσους «έξυπνους» πάρει κοντά του;

Αν και θα μου άρεσε να ισχύει μια από τις πρώτες εξηγήσεις, όσο περισσότερο παρακολουθώ αυτά που γίνονται στην ελληνική πολιτική σκηνή τις τελευταίες δεκαετίες, όλο και περισσότερο πιστεύω ότι τα γκρουπούσκουλα, δεν είναι προνόμια της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, αλλά άλλη μια συνισταμένη του ελληνικού πολιτικού συστήματος.

Πως αλλιώς να εξηγήσει κανείς την περίπτωση της κυρίας Κατερίνας Μάρκου, η οποία από βουλευτής της Δημοκρατικής Αριστεράς βρέθηκε στο Ποτάμι και πρόσφατα στη Νέα Δημοκρατία; Και μετά από αυτό, μπορείς κανείς να παρεξηγήσει τον Φώτη Κουβέλη, που μετά από μια δεκαετία, ξαναβρέθηκε δίπλα στο ΣΥΡΙΖΑ, αυτή τη φορά ως αναπληρωτής Υπουργός Άμυνας; Ή τι να πει κανείς για εκείνον τον αθεόφοβο Σταύρο Θεοδωράκη, που όντας επικεφαλής του Ποταμιού έθεσε υποψηφιότητα για Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ; Κι αν πάμε λίγες δεκαετίες πίσω, οι περιπτώσεις πολλές: Σαμαράς με Πολιτική Άνοιξη, Δημήτρης Αβραμόπουλος με Κόμμα Ελλήνων Πολιτών, Ντόρα Μπακογιάννη με Δημοκρατική Συμμαχία, και σίγουρα πολλοί άλλοι που ξεχνάω αυτή τη στιγμή.

Λέγεται, πως στα τέλη της δεκαετίας του '90 έλαβε χώρα μια «ιστορική» για τα ελληνικά πολιτικά δεδομένα συνάντηση στο Πολεμικό Μουσείο. Εκεί, έχω ακούσει να λένε χωρίς να μπορώ να το επιβεβαιώσω, συναντήθηκαν εκπρόσωποι ελληνικών ακροδεξιών κομμάτων και ομάδων, και αποφάσισαν να ενσωματωθούν σ' έναν φορέα, κατά τα πρότυπα του Λεπενικού Εθνικού Μετώπου στη Γαλλία, ευελπιστώντας να κατέλθουν στις επόμενες εκλογές με ένα «σοβαρό-δημοκρατικό» μανδύα, και να κερδίσουν μερικές έδρες, κάτι το οποίο τους ήταν ακατόρθωτο έως τότε. Όπως είπα, την ιστορία αυτή δεν μπορώ να την επιβεβαιώσω. Η δημιουργία όμως του Λαϊκού Ορθόδοξου Συναγερμού με επικεφαλής τον καθ’ όλα χαρισματικό για το κοινό στο οποίο απευθύνεται, Γιώργο Καρατζαφέρη, η συμμετοχή στο ΛΑΟΣ στελεχών απ' όλο το φάσμα της ακροδεξιάς και η εκπλήρωση του στόχου της «νομιμοποίησης» αλλά και εκλογής πολλών εξ' αυτών στα Κοινοβουλευτικά έδρανα, είναι μια ισχυρή ένδειξη για την παραπάνω ιστορία.

Βέβαια, και αυτό το κόμμα, είχε την τύχη των υπολοίπων που προανέφερα: κάποια «έξυπνα» στελέχη, όπως ο Μάκης Βορίδης και ο Άδωνις Γεωργιάδης, μεταπήδησαν με ευκολία στην Νέα Δημοκρατία, μαζί τους και ο Θάνος Πλεύρης, ο οποίος σίγουρα στεναχώρησε τον μπαμπά του που παρέμεινε πιστός στο ΛΑΟΣ. Παράλληλα, άλλα εξυπνοπούλια την έκαναν ή επέστρεψαν στη Χρυσή Αυγή, καταφέρνοντας κι εκείνοι την εκλογή τους. Σε αυτή την περίπτωση, ο υποτίθεται ευφυέστατος Γιώργος Καρατζαφέρης, μάλλον την πάτησε, μένοντας σχεδόν μόνος στο κόμμα που έγινε σκαλοπάτι για την είσοδο της ακροδεξιάς στην mainstream ελληνική πολιτική σκηνή της χώρας.

Έτσι, δεν μπορώ παρά να είμαι διπλά επιφυλακτικός κάθε φορά που ακούω για δημιουργία ενός νέου πολιτικού φορέα. Ο άξονας, είναι ήδη γεμάτος, θέσεις και πολιτικές υπάρχουν, και δεν πρέπει να επιτραπεί στους διάφορους τυχάρπαστους που τον διαβαίνουν ξεδιάντροπα δεξιά-αριστερά να μετατραπούν σε ρυθμιστές της πολιτικής στην Ελλάδα.