19 Δεκεμβρίου 2022

Ένας τελικός Μουντιάλ με τη ματιά ενός άμπαλου

Θα συμφωνήσω εν μέρει με το «ά-μπαλος» (κατά το «ά-μουσος), αν και εμπεριέχει μια νότα γενίκευσης που δεν μου αρέσει, καθώς η σχέση μου, η μάλλον περισσότερο η ανυπαρξία σχέσης με το ποδόσφαιρο, είναι γνωστή. Σε περίπτωση δε που είναι κάτι που αγνοούσατε, νομίζω ότι οι δυο παραπάνω γραμμές είναι διαφωτιστικές. Έχοντας παρακολουθήσει όμως τον χθεσινό τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου στο Κατάρ ανάμεσα στην Αργεντινή και τη Γαλλία, όσο «άμπαλος» κι αν νιώθω, νιώθω επίσης έντονα την ανάγκη να καταγράψω λίγες από τις σκέψεις μου.

Θα αποφύγω τα αίτια και τις αφορμές που διαμόρφωσαν την περίπλοκη σχέση μου με το ποδόσφαιρο, αλλά και τον επαγγελματικό αθλητισμό γενικότερα. Θα αναφέρω μόνο, ενδεικτικά, ότι η ηλικία μου μου επιτρέπει να θυμάμαι πολύ καθαρά το Μουντιάλ του 1994, το «Εθνική Ελλάδος γεια σου», τις δυο απανωτές τεσσάρες και το δυάρι που ακολούθησε, καθώς και τη σχεδόν ατιμωτική επιστροφή της ομάδας από την οποία όλοι, ακόμη κι εγώ, περιμέναμε να πανηγυρίσουμε έστω ένα γκολ. Δέκα χρόνια αργότερα, στο ιστορικό Euro του 2004, θα προσθέσω στα highlights μου ότι σνόμπαρα τη διοργάνωση τόσο πολύ που δεν είδα ούτε έναν αγώνα, ούτε καν τον τελικό, καθώς βρισκόμουν φυσικά απέναντι από το εθνικιστικό κλίμα που διαμορφώνονταν με αφορμή τις νίκες της εθνικής ομάδας και τα εγκληματικά έκτροπα της «Γαλάζιας Στρατιάς». Ωστόσο, σχεδόν μετά από κάθε αγώνα της Εθνικής Ελλάδας, κατέβαινα προς το κέντρο της Αθήνας για να παρατηρήσω συμπεριφορές φιλάθλων και περαστικών, επιδεικνύοντας περισσότερο ένα δημοσιογραφικό ή εγκυκλοπαιδικό ενδιαφέρον, παρά αθλητικό.

Από εκεί και πέρα… το χάος. Σκόρπιες εμφανίσεις στο γήπεδο και παρακολούθηση στην τηλεόραση κάποιον «μεγάλων παιχνιδιών», όπως τα αποκαλώ, ήτοι ντέρμπι και τελικοί ελληνικών πρωταθλημάτων και κυπέλων, ευρωπαϊκών διοργανώσεων ή παγκόσμιων κυπέλων, κι αυτό είναι όλο. Ή μάλλον αυτό ήταν όλο μέχρι χθες που είδα το πλέον συναρπαστικό ποδοσφαιρικό αγώνα που είχα ποτέ τη χαρά να παρακολουθήσω στη ζωή μου.

Οι συνθήκες παραπάνω από ιδανικές, καθώς το φιλικό μου ζευγάρι Νίκος Κ. και Νόνη. Π. είχαν φροντίσει να με περιμένουν με αναμμένο τζάκι κι ένα τραπέζι στρωμένο με εκλεκτούς μεζέδες, τους οποίους συνοδεύσαμε με ημίγλυκο κρασί από τη Νεμέα. Ο καναπές άνετος και η τηλεόραση με περίσσια ιντσών. Προκειμένου να προσθέσω λίγο περισσότερο… τζέρτζελο στην όλη κατάσταση, αλλά κι ένα θέμα συζήτησης για τη μικρή μας παρέα, για πρώτη φορά στη ζωή μου δημιούργησα έναν online στοιχηματικό λογαριασμό με σκοπό να ποντάρω ένα μικρό ποσό στην κατάκτηση του Μουντιάλ από τη μία ομάδα. Ποια όμως;

Προφανώς και δε με ενδιέφερε καθόλου το πιθανό κέρδος (για την ιστορία, το έχασα ο στοίχημα) αλλά και πάλι, έπρεπε να επιλέξω με ποιον είμαι. Ποιον να υποστηρίξω; Τους Ευρωπαίους Γάλλους ή τους Λατινοαμερικάνους Αργεντίνους, και γιατί; Γαλλία γιατί πέφτει πιο κοντά ή Αργεντινή γιατί πρόσφατα άρχισα να (ξανά)μαθαίνω Ισπανικά; Ελλάς-Γαλλία-Συμμαχία ή εκείνους που μας έχωσαν την τεσσάρα που τόσο με είχε πληγώσει στα 14 μου; Τους (κουτό)φραγκους ή τους με μεσογειακό ταμπεραμέντο Αργεντίνους που μας μοιάζουν και λίγο; Διχάστηκα μέσα μου, στα σοβαρά.

Για τις λεπτομέρειες του χαμένου στοιχήματος δεν θα πω, ούτως ή άλλως ευτελές το ποσό του στοιχηματισμού, ευτελές θα ήταν και το πιθανό κέρδος. Ευτυχώς η προϋπηρεσία μου σε πρακτορείο ΠΡΟ-ΠΟ (έτσι τα λέγαμε κάποτε) με είχε προετοιμάσει για τις ιδιαιτερότητες του πονταρίσματος και επέλεξα τελικά νίκη της Αργεντινής στην κανονική διάρκεια του παιχνιδιού και όχι κάποια από τις πολλές υποπαραλλαγές, αφού μέσα μου επικράτησε μάλλον η καχυποψία προς τη Δύση. Το θεώρησα ρίσκο, αφού φοβόμουν ότι η προσμονή μου για ένα έντονο παιχνίδι δεν θα εκπληρωνόταν και αυτό θα κατέληγε με καμία λευκή ισοπαλία, τη μια φορά που είπα κι εγώ να δω ποδοσφαιρικό αγώνα.

Με τις σκέψεις αυτές, έφτασα στο σπίτι των φίλων μου, χάνοντας τα πρώτα λίγα λεπτά του αγώνα. Και τι αγώνας θα ήταν αυτός…

Το πρώτο γκολ του Μέσι, με πέναλτι από αμφισβητούμενη φάση, μου φάνηκε πολύ λίγο για έναν τέτοιο παίκτη. Το δεύτερο του Ντι Μαρία όμως, πίστεψα ότι θα αποτελούσε ουσιαστικά και τους τίτλους τέλους του παιχνιδιού, ο οποίος ήδη φαινόταν κατώτερος των εξαιρετικά χαμηλών προσδοκιών μου. Η Γαλλία φαινόταν να σέρνεται και να μην μπορεί να κάνει παιχνίδι, αντιδρώντας σπασμωδικά στο ψυχωμένο παίξιμο των Αργεντίνων που είχαν τον έλεγχο και την κατοχή της μπάλας. Μοιραία, η προσοχή μας άρχισε να φεύγει από το παιχνίδι, με εμένα να κάνω την… απαράδεκτη δήλωση προς την ομήγυρη ότι προφανώς το παιχνίδι έχει τελειώσει και τα πόδια των Γάλλων πρέπει να τρέμουν από την αγωνία. Πόσο λάθος ήμουν!

Σύντομα, ένα δεύτερο γκολ του Μπαπέ, από πέναλτι κι αυτό, θα ερχόταν για να μετατρέψει αυτόν τον τελικό σε ένα από τα πιο ενδιαφέροντα και αγωνιώδη παιχνίδια ποδοσφαίρου όλων των εποχών, και προσέξτε ποιος το λέει αυτό! Ένα κατέβασμα της Γαλλίας και το δεύτερο γκολ του Μπαπέ αναζωογόνησαν το ενδιαφέρον μας για το παιχνίδι σχεδόν τόσο όσο την ομάδα των Γάλλων.

Δυο ευχάριστες εκπλήξεις για εμένα, ήταν η στάση του Μέσι και του Μπαπέ καθ’ όλη τη διάρκεια του αγώνα. Τι σεμνότητα ακόμη κι εκείνες τις τόσο φορτισμένες στιγμές, που σχεδόν οποιαδήποτε συμπεριφορά θα συγχωρούνταν! Πόση προσήλωση, σχεδόν θρησκευτική, στο σκοπό τους!

Το τελικό 2-2 απλά μας άνοιξε την όρεξη για ακόμη περισσότερη μπάλα. Τόσο στο φίλο μου τον Νίκο όσο και σε εμένα, απουσιάζουν βασικές ποδοσφαιρικές γνώσεις και, ίσως και υπό την επήρεια του κρασιού, προσπαθούσαμε να σκεφθούμε τι ακολουθεί, αν έρχονται πρώτα τα πέναλτι ή η παράταση καθώς και πόση είναι η διάρκεια της τελευταίας. Η τηλεοπτική κάλυψη του αγώνα μας προσγείωσε και πάλι στην ποδοσφαιρική πραγματικότητα απαντώντας στα αφελή ερωτήματά μας και με ανανεωμένη αγωνία παρακολουθήσαμε την τριαντάλεπτη παράταση. Άλλο θρίλερ αυτό…

Τρίτο της Αργεντινής και δεύτερο για τον Μέσι και πριν προλάβουμε καλά-καλά να πούμε ΟΚ, αυτό ήταν, τίτλοι τέλους, έρχεται το χατ τρικ από τον Μπαπέ. Αυτή τη φορά έδειξε να το πανηγυρίζει λίγο περισσότερο από τα προηγούμενα δύο αλλά και πάλι, διέκρινα μια σοβαρότητα στο βλέμμα του που πραγματικά με συγκίνησε. Για κάποιον που αντίκριζε αυτόν τον παίκτη για πρώτη φορά στη ζωή του και αγνοώντας το οτιδήποτε για τη δική του ζωή, έκανα μια μεταφορά συναισθημάτων κι άρχισα να φαντάζομαι πως είναι το να σηκώνεις στους ώμους σου την ευθύνη και το βάρος μιας ολόκληρης εθνικής ομάδας, και μάλιστα σε τελικό Μουντιάλ.

Κάθε γκολ του, τους έφερνε όλους ένα βήμα πιο κοντά στο επιθυμητό αποτέλεσμα, με τη συναίσθηση όμως ότι το ποδόσφαιρο το παίζουν έντεκα και όχι ένας.

Λήξη παράτασης με 3-3, εκεί που εγώ φοβόμουν ότι θα έβλεπα έναν αδιάφορο αγώνα του 0-0… Σειρά των πέναλτι, με το τελικό αποτέλεσμα να κρίνεται πλέον περισσότερο στις λεπτομέρειες. Οι συνήθεις ύποπτοι Μέσι και Μπαπέ βάζουν από ένα γκολ και δίνουν τη σειρά τους στους συμπαίκτες τους.

Η αγωνία μου, όπως και των φίλων μου, έχει χτυπήσει κόκκινο, ενώ τολμώ να κάνω την παρατήρηση ότι αν αυτό που βλέπαμε ήταν κινηματογραφική ταινία, θα την έψεγα για… έλλειψη αληθοφάνειας, αφού τέτοια πράγματα «δεν γίνονται»! Εδώ τα πράγματα ήταν λιγότερο «ισορροπημένα», αφού η Αργεντινή «καθάρισε» σχετικά γρήγορα με 4-2 τη Γαλλία, κατακτώντας τον τρίτο παγκόσμιο τίτλο της και μια θέση στην ιστορία του ποσοσφαίρου.

Μετά από ένα τέτοιο αγωνιώδες και εξαντλητικό παιχνίδι, θα ήταν αδόκιμο να μην εκμεταλλευτώ για λίγο ακόμη τη φιλοξενία των φίλων μου και να παρατείνω την παραμονή μου για να παρακολουθήσουμε όλοι μαζί την απονομή των μεταλλίων και φυσικά της κούπας. Προσπερνώ το φαντασμαγορικό σόου που ακολούθησε αλλά και το φοβερό στάδιο της Ντόχα στο Κατάρ, που ποτέ δεν θα μάθουμε πόσοι εργάτες σκοτώθηκαν στην κατασκευή του, για να σταθώ σε δυο-τρία σημεία που θεωρώ σημαντικά:

Η απονομή του χρυσού παπουτσιού στον Μπαπέ ήταν πιο δίκαιη ίσως ακόμη και από το τελικό αποτέλεσμα. Δείχνει σπουδαίος παίκτης και χαρακτήρας. Πιστεύω ότι θα… παρακολουθήσουμε την καριέρα του με μεγάλο ενδιαφέρον.

Ανόητη η κίνηση-χειρονομία του Μαρτίνεζ (του τερματοφύλακα, όχι του παίκτη), μετά την απονομή του χρυσού γαντιού. Δε χρειαζόταν. Μετά από όσα προηγήθηκαν στον αγώνα, συγχωρούνται πολλά, αλλά αυτή η εικόνα θα μείνει και θεωρώ ότι και ο ίδιος θα τη μετανιώσει, αφού θα τον συνοδεύει σε όλη του τη ζωή. Ελπίζω να το καταλάβει και να επανορθώσει.

Η σι-θρου ρόμπα του Μέσι είναι ένα από τα πιο κιτς πράγματα που έχω δει στη ζωή μου. Ισχύει και για εκείνον ότι έγραψα για τον από πάνω.

Τελική παρατήρηση: μετά από αυτόν τον τελικό, «τελικό του αιώνα» τον χαρακτήρισαν ήδη κάποια δημοσιογραφικά μέσα, πως να ξαναδείς ελληνικό πρωτάθλημα;

07 Δεκεμβρίου 2022

Η καμπάνα του κυρίου Δημάκη


Ο κύριος Τζόναθαν έστεκε όρθιος έξω από την πόρτα του Διευθυντή της Τράπεζας, με έκδηλη τη νευρικότητά του. Έριχνε το βάρος του μια στο ένα πόδι και μια στο άλλο, ενώ με σπαστικές, βεβιασμένες κινήσεις, προσπαθούσε να διορθώσει τη γραβάτα του, η οποία για κάποιο λόγο ξαφνικά του φαινόταν στραβοδεμένη. Ο Διευθυντής, ο κύριος Γιώργος Δημάκης, δεν ήταν καθόλου εύκολη περίπτωση ανθρώπου. Είχε μεταφερθεί ξαφνικά πριν δύο χρόνια από κάποιο μικρό, περιφερειακό υποκατάστημα, συνοδευόμενος από τη φήμη ενός υπέρ του δέοντος τυπικού στελέχους της Αναπτυξιακής Τράπεζας. Καθώς όμως δεν ήταν ντόπιος, σε αντίθεση με τους περισσότερους υπαλλήλους, ελάχιστα είχαν καταφέρει μάθει για εκείνον.

Έφτανε στην Τράπεζα πάντα πρώτος το πρωί. Το κουστούμι του, ήταν πάντα άψογο, η γραβάτα του, δεμένη τέλεια, αν και κάπως σφιτχτά, τα παπούτσια του, σαν να τα είχε πρωτοφορέσει εκείνο το πρωινό. Εννοείται, πάντα ξυρισμένος και φρεσκοκουρεμένος. Ήταν δεν ήταν 40 ετών, αλλά έδειχνε να κουβαλά τις γνώσεις δεκαετιών για τα τραπεζικά ζητήματα και ειδικά για τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες ενός Διευθυντή. Αν και ήταν πάντα ευγενικός και τυπικός εξίσου με υπαλλήλους και πελάτες, ήταν φανερό σε όλους ότι επιθυμούσε να κρατά τις αποστάσεις του και να διατηρεί την ιδιωτικότητά του. Καθώς μάλιστα κανείς δεν είχε την παραμικρή ιδέα που ακριβώς ζούσε ενώ σπάνια εμφανιζόταν στους δρόμους της μικρής πόλης, πόσω μάλλον στα καφενεία και τα στέκια των υπαλλήλων, εκείνοι αστειευόμενοι έλεγαν ότι μπορεί να κοιμόταν μέσα στο γραφείο του. Πράγματι κάποιες φορές τη νύχτα, ακόμη και Σάββατα, και παρά τα κατεβασμένα ρολά του υποκαταστήματος, διακρινόταν ένα αχνό φως μέσα από το γραφείο του.

Εκείνο το πρωινό, ο Τζόναθαν ήθελε, ή μάλλον έπρεπε, να δει τον κύριο Δημάκη κι αυτό δεν τον χαροποιούσε καθόλου. Το μυαλό του είχε γίνει ένας μύλος από σκέψεις και προτάσεις για το πως θα κατάφερνε να του πει αυτό που ήθελε, ενώ το γεγονός ότι δεν υπήρχε ένας καθρέφτης διαθέσιμος για να φτιάξει την γραβάτα του, τον έκανε να εκνευρίζετε ακόμη περισσότερο. Κάποια στιγμή, και αφού είχε κάνει άπειρες μετατοπίσεις βάρους και προσπάθειες ισιώματος της γκρι γραβάτας του, συγκέντρωσε όλο το θάρρος που είχε και χτύπησε διακριτικά την πόρτα. Στο «εμπρός», την άνοιξε σιγά-σιγά και ανήγγειλε τον εαυτό του.

«Κύριε Διευθυντά, συγγνώμη που σας ενοχλώ αλλά… πρέπει να σας μιλήσω για κάτι. Είναι σοβαρό».

Με ένα νεύμα, ο κύριος Δημάκης τον προσκάλεσε στο γραφείο του και του έδειξε την καρέκλα που βρισκόταν μπροστά του, δίχως να αρθρώσει ούτε μια λέξη.

«Αφορά εκείνον τον… αφερέγγυο δανειολήπτη που είχατε την αφέλεια να εμπιστευτείτε μήπως, κύριε Τζόναθαν;» ρώτησε βλοσυρά ο Διευθυντής.

«Όχι, όχι, είναι κάτι άλλο…» ψέλλισε ο κύριος Τζόναθαν.

«Έχει να κάνει μήπως με εκείνη τη δόση που καταχωρήσατε ως «εμπρόθεσμα πληρωθείσα» ενώ γνωρίζατε πολύ καλά ότι έλειπαν τρία ευρώ από την πελάτισσά μας; Σας είπα ότι από τη στιγμή που προσθέσατε στο ταμείο της Τράπεζας τα χρήματα από την δική σας τσέπη, μου είναι αδιάφορο το ότι η εν λόγω κυρία δεν επέστρεψε ποτέ για να σας δώσει τα οφειλόμενα…», συνέχισε ακάθεκτος ο κύριος Δημάκης.

«Όχι, ούτε αυτό είναι…», ψέλλισε και πάλι ο φανερά πλέον ιδρωμένος υπάλληλος, καταριώντας την ώρα και τη στιγμή που μια αδέξια κίνησή του τον ανάγκασε να πρέπει να συναντηθεί πρόσωπο με πρόσωπο με τον Διευθυντή του.

«Να, ξέρετε, θα θυμόσαστε νομίζω, που σας είχα πει ότι το ροδάκι της καρέκλας του γραφείου μου έχει σπάσει… Σήμερα, τώρα το πρωί δηλαδή, όχι πολύ πριν, έσκυψα να πιάσω το στυλό μου που έπεσε στο πάτωμα και… το ροδάκι έσπασε εντελώς. Από την κίνηση όμως που έκανα, να, κάπως έγινε και χωρίς να φταίω, σκίστηκε η μοκέτα… Λιγάκι δηλαδή, μια τρυπούλα τόση δα έγινε, δεν το βλέπει και κανένας άλλωστε εκεί…», είπε ο κύριος Τζόναθαν, με την καρδιά του να χτυπά τόσο δυνατά που νόμιζε ότι θα άφηνε εκεί μέσα την τελευταία του πνοή.

Ο κύριος Δημάκης δεν μίλησε αμέσως αλλά το πρόσωπό του σκοτείνιασε και ο εκνευρισμός του ήταν ολοφάνερος.

«Καταστροφή τραπεζικής περιουσίας δηλαδή σα να λέμε, και μάλιστα γιατί; Για ένα στυλό, ένα φτηνό πλαστικό στυλό», ξέσπασε μετά από μερικά δευτερόλεπτα που αναμφίβολα στον ατυχή τραπεζουπάλληλο είχαν φανεί αιώνες.

«Ε όχι, ήταν το Parker μου», είπε ο κύριος Τζόναθαν, προσπαθώντας να ανακτήσει λίγο από τον έλεγχο της αντιπαράθεσης, με τον Διευθυντή όμως να του ρίχνει ένα βλέμμα που τον διαπέρασε σαν πυρακτωμένο σίδερο.

«Και τι θέλετε τώρα κύριε Τζόναθαν δηλαδή; Καινούρια καρέκλα ή καινούρια μοκέτα στο γραφείο σας; Ή μήπως και τα δύο;» απάντησε ειρωνικά ο κύριος Δημάκης, συνεχίζοντας:

«Κανονικά, θα έπρεπε να προβλέπετε από τον Κανονισμό Λειτουργίας ότι σε περίπτωση που εξαιτίας αμέλειας ή υπαιτιότητας υπαλλήλου προκαλείται υλική ζημιά εναντίον της Αναπτυξιακής Τράπεζας, το κόστος αποκατάστασης των ζημιών θα επιβαρύνει τον υπαίτιο, ενώ θα γίνεται και σχετική σημείωση στον φάκελό του. Δυστυχώς φοβάμαι ότι κάποιοι δεν προνόησαν για τέτοιες καταστάσεις».

Ο κύριος Τζόναθαν είχε αρχίσει πλέον πραγματικά να τρέμει. Ένας συνδυασμός αισθημάτων θυμού και αδικίας κινδύνευε να τον φέρει εκτός εαυτού. Η αυστηρή απάντηση του κυρίου Δημάκη όμως, τον έκανε να πεταχτεί σας ελατήριο από τη θέση του:

«Επιστρέψτε αμέσως στο πόστο σας κύριε Τζόναθαν και θα μεριμνήσω εγώ για την επίλυση των προβλημάτων που έχετε προκαλέσει. Άλλωστε, για το λόγο αυτό είμαι ο Διευθυντής του υποκαταστήματος. Έχοντας αποδείξει την αξία μου σε ένα μικρότερο υποκατάστημα, η Τράπεζά μας με εμπιστεύτηκε και με έφερε εδώ, για να βάλω μια σειρά, όπως έπρεπε…».

Ο κύριος Τζόναθαν αναχώρησε φανερά ανακουφισμένος, έως και ευτυχής που δεν θα χρειαζόταν να αφαιρεθεί από το μισθό του το κόστος αντικατάστασης της καρέκλας και της μοκέτας του μικρού του γραφείου.

Την επόμενη ημέρα, όλα έδειχναν εντάξει, σαν να μην είχε συμβεί το παραμικρό την προηγούμενη ημέρα. Αρκούσε όμως μια πιο προσεκτική ματιά και κάποια ίχνη παρέμβασης διακρίνονταν, το ίδιο αμυδρά όπως και το φως τα βράδια στο γραφείο του κυρίου Δημάκη. Ο βραχίονας της καρέκλας στην άκρη του οποίοι βρισκόταν το ροδάκι, είχε συγκολληθεί διακριτικά, με τρόπο που αυτό δε φαινόταν με μια απλή παρατήρηση. Ο κύριος Τζόναθαν όμως, που γνώριζε πολύ καλά την καρέκλα του αφού καθόταν σε αυτή επί 12 συναπτά έτη, διέκρινε στο κάτω μέρος ένα μικρό μεταλλικό έλασμα που είχε χρησιμοποιηθεί για να κρατά ενωμένα τα δύο τμήματα. Όσο για τη μοκέτα, αυτή είχε απλά περιστραφεί κατά 90 μοίρες, ώστε το σκίσιμο να βρίσκετε πλέον κάτω από τη ραφιέρα, μακριά από κάθε αδιάκριτο βλέμμα. Μπορεί να τους χώριζε ένας όροφος και τουλάχιστον δύο πόρτες, όμως τόσο ο κύριος Τζόναθαν όσο και ο κύριος Δημάκης μοιράζονταν σχεδόν το ίδιο χαμόγελο και την ίδια αίσθηση ικανοποίησης.

Μάλιστα, για τον κύριο Δημάκη η ικανοποίηση αυτή θα γινόταν πολύ σύντομα ακόμη μεγαλύτερη, αφού μέσω του επίσημου εταιρικού πληροφοριακού συστήματος επικοινωνίας της Αναπτυξιακής Τράπεζας, είχε λάβει μια ειδοποίηση με την οποία τον προσκαλούσε στο γραφείο του ο Περιφερειακός Διευθυντής. Ο κύριος Δημάκης, ποτέ δεν έκρυψε την πρόθεσή του να καταλάβει αυτή τη θέση, ειδικά από τη στιγμή που είχε μάθει ότι ο κύριος Καβαλιεράτος, ετοιμαζόταν για συνταξιοδότηση.

Πίστευε ακράδαντα ότι, αν και σχετικά νέος για τα δεδομένα του χώρου, είχε κάθε προσόν για να καταλάβει αυτή τη θέση. Είχε τελειώσει με άριστα τη σχολή του, είχε προσληφθεί στην Αναπτυξιακή Τράπεζα χρησιμοποιώντας τις γνωριμίες του πατέρα του, ενώ με κάθε ευκαιρία στήριζε τα συμφέροντα του ιδρύματος. Ως απλός υπάλληλος τα πρώτα χρόνια, εξυπηρετούσε με περισσή ευγένεια τους πελάτες, δίχως ποτέ να υποπέσει στο σφάλμα της ανάπτυξης ιδιαίτερα φιλικών σχέσεων μαζί τους που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε λανθασμένες αποφάσεις κατά τη διαδικασία χρέωσης υπηρεσιών ή ακόμη χειρότερα, εκχώρησης δανείων, σφάλματα τα οποία διέκρινε καθημερινά σε συναδέλφους γύρω του. Ως διευθυντής ενός μικρότερου καταστήματος αργότερα, είχα καταφέρει να αντιμετωπίσει με επιτυχία μια απεργία των τραπεζοϋπαλλήλων, όταν μόνος του κράτησε το κατάστημα ανοικτό ενώ εξυπηρετούσε ακόμα και απογεύματα μέσω των ηλεκτρονικών υπηρεσιών της Τράπεζας όσους πελάτες δεν προλάβαινε το πρωί. Τώρα όμως, τώρα, είχε να περηφανεύεται για τη μεγαλύτερη επιτυχία της καριέρας του, ότι στα δύο χρόνια που βρισκόταν στο συγκεκριμένο κατάστημα ως Διευθυντής, δεν είχε δαπανηθεί ούτε ένα ευρώ από τα χρήματα της Τράπεζας για αντικατάσταση ή έστω συντήρηση υλικοτεχνικού εξοπλισμού.

Κάθε μηχάνημα, υπολογιστής και αριθμομηχανή, ακόμη και τα ρολόγια στους τοίχους ή τα εκδοτήρια αριθμών προτεραιότητας, συντηρούταν τακτικά και επιμελώς από τον ίδιο, ακόμη κι αν χρειαζόταν να έρθει μόνος του το απόγευμα ή το Σάββατο για να μπορέσει να εργαστεί ανενόχλητα. Εξάλλου, δεν υπήρχε κανένας λόγος να γνωρίζουν οι υπάλληλοι της Τράπεζας τι κάνει ένας Διευθυντής. Κάθε συσκευή που διέθετε μηχανισμούς, ροδάκια, ιμάντες και γρανάζια, λιπαίνονταν τακτικά και επαρκώς. Τα ροδάκια στους εκτυπωτές και τα φωτοτυπικά, καθαρίζονταν σχολαστικά από σκόνες και χνούδια. Το μελάνι από τη θεόσταλτη συσκευή που εκτύπωνε κατά σειρά τους αριθμούς εξυπηρέτησης, αφαιρούνταν και καθαρίζονταν οι επαφές του. Τα καλώδια από τα τηλέφωνα ξεμπλέκονταν ώστε να μην κοπούν. Στο modem-router, γινόταν επανεκκίνηση καθημερινά. Ακόμη και οι βίδες σε καρέκλες, συρταριέρες και λοιπά έπιπλα περνούσαν από έλεγχο και σφίγγονταν με τα κατάλληλα κατσαβίδια, τύπου Philips, στραβοκατσάβιδα ή Allen που φυλούσε στο τελευταίο συρτάρι του γραφείου του. Όλα γινόταν με σύστημα και μελέτη, ενώ σε ένα φύλλο excel που για λόγους ασφαλείας αποθήκευε μόνο στο φλασάκι του, κατέγραφε μεθοδικά κάθε σχετική ενέργειά του. Ήταν ζήτημα χρόνου πριν κάποιος από τα κεντρικά της Τράπεζας προσέξει το αποτέλεσμα αυτής της πρωτοβουλίας του.

Με το φλασάκι στην τσέπη του σακακιού του και τα στήθη του φουσκωμένα, αναχώρησε την επόμενη το πρωί για τα γραφεία του Περιφερειακού Διευθυντή, οδηγώντας το προσωπικό του ΙΧ. Είχε αφήσει στο πόδι του τον κύριο Μαρκόπουλο, τον υποδιευθυντή του υποκαταστήματος, στον οποίο δεν είχε και ιδιαίτερη εμπιστοσύνη, και για το λόγο αυτό σκόπευε, το ίδιο απόγευμα μάλιστα, να πραγματοποιήσει πρόσθετο και προσεκτικό έλεγχο σε όλα τα μηχανήματα της Τράπεζας.

Φτάνοντας στα Περιφερειακά Γραφεία της Αναπτυξιακής Τράπεζας, πάρκαρε το αμάξι του στο πάρκινγκ των επισκεπτών, μπήκε στο κτίριο από την κεντρική είσοδο και ενημέρωσε τον φύλακα για το ποιος είναι. Βαριεστημένα, ο φύλακας του έδειξε τις σκάλες για τον επάνω όροφο, με τον κύριο Δημάκη να σημειώνει στο μυαλό ότι θα πρέπει να κάνει τις σχετικές συστάσεις ορθής συμπεριφοράς στον συγκεκριμένο φύλακα αμέσως μόλις αναλάβει Περιφερειακός Διευθυντής.  Ανέβηκε τις σκάλες και κατευθύνθηκε προς το γραφείο του κυρίου Καβαλειράτου. Άνοιξε την πόρτα και ενημέρωσε την γραμματέα του για το ποιος είναι.

«Α μάλιστα, το ραντεβού των 10:00», αναφώνησε εκείνη, ενημερώνοντας αμέσως τον κύριο Καβαλιεράτο μέσω του συστήματος ενδοεπικοινωνίας.
«Περάστε, σας περιμένουν», είπε απευθυνόμενη με χαμόγελο στον κύριο Δημάκη.

«Νομίζω αυτή θα την κρατήσω και για δική μου γραμματέα», σκέφθηκε ο κύριος Δημάκης, ενώ άνοιγε την πόρτα του γραφείου του Περιφερειακού Διευθυντή. Μπήκε μέσα δείχνοντας όσο πιο σοβαρός και ευθυτενής μπορούσε, αν και διακατέχονταν έντονα από την επιθυμία να ξεσπάσει σε ιαχές χαράς.

«Σας περιμένουν, θα έχει έρθει προφανώς και κάποιος από τα κεντρικά για να με συγχαρεί. Δεν δίνονται έτσι ο προαγωγές», σκέφτονταν ενώ εισέρχονταν στο γραφείο.

«Ελάτε κύριε Δημάκη, σας περιμέναμε», είπε ο κύριος Καβαλιεράτος, ενώ σύστησε τον κύριο που βρισκόταν δίπλα του.

«Ο κύριος Μιχαλάτος, είναι από το τμήμα Ανθρωπίνου Δυναμικού της Τράπεζάς μας».

«Ε μα τώρα είναι βέβαιο», είπε από μέσα του ο κύριος Δημάκης, «η προαγωγή μου είναι βέβαιη!».

«Κύριε Δημάκη, επιτρέψτε μου να σας πω τον λόγο για τον οποίο σας καλέσαμε εδώ σήμερα», είπε ο χωρίς περιστροφές κύριος Καβαλιεράτος.

«Ξέρετε, η Τράπεζά μας είναι μια από τις μεγαλύτερες στην Ελλλάδα».

«Είμαστε η τρίτη μεγαλύτερη Τράπεζα στην Ελλάδα», συμπλήρωσε ο κύριος Μιχαλάτος.

«Δεν φτάσαμε ως εδώ τυχαία. Καθόλου τυχαία», συνέχισε απτόητος ο κύριος Καβαλιεράτος».

«Όπως υποθέτω ότι γνωρίζετε, το επάγγελμα του τραπεζικού απαιτεί όχι μόνο προσεκτική εξέταση της παραμικρής λεπτομέρειας, αλλά και φοβερή ακρίβεια κινήσεων».

«Ωσάν ένα χορευτής των Μπολσόι», πετάχτηκε και πάλι ο κύριος Μιχαλάτος.

«Η Αναπτυξιακή Τράπεζα, χρησιμοποιεί συστήματα που οι άλλες Τράπεζες ούτε καν ονειρεύονται. Είμαστε μια εταιρεία πρότυπο για ολόκληρη την Ελλάδα, τον κόσμο τολμώ να πω»! είπε με περισσό στόμφο ο κύριος Καβαλιεράτος.

«Καταγράφουμε και αναλύουμε κυριολεκτικά τα πάντα. Καμία λεπτομέρεια δεν είναι ασήμαντη. Στη συνέχεια, αξιολογούμε τα αποτελέσματα και με τρόπο επιστημονικό εξάγουμε τα συμπεράσματά μας. Τέλος, με βάση αυτά, λαμβάνουμε τις αποφάσεις μας. Δεν υπάρχει χώρος για συναισθηματισμούς, ούτε για ανθρώπινα λάθη. Είμαστε μια καλοκουρδισμένη μηχανή παραγωγής χρήματος», συνέχισε ο κύριος Καβαλιεράτος, με τον κύριο Μιχαλάτο να προσθέτει:

«Και σύντομα, θα είμαστε η δεύτερη μεγαλύτερη Τράπεζα στην Ελλάδα»!

Ο κύριος Δημάκης, ήταν έτοιμος να κλάψει από συγκίνηση. Αισθανόταν ότι είχε δίπλα του μια αδελφή ψυχή. Έναν άνθρωπο που τον αισθανόταν όσο κανείς άλλος. Εάν δεν χαιρόταν που σύντομα θα έπαιρνε τη θέση του, θα μπορούσε ακόμη και να λυπηθεί που ο δυστυχής κύριος Καβαλιεράτος θα έπρεπε να αφήσει πίσω του ένα τόσο συναρπαστικό εργασιακό περιβάλλον και να συνταξιοδοτηθεί.

«Φυσικά, μεταξύ όλων όσων καταγράφουμε και αξιολογούμε, είναι και το προσωπικό μας…», είπε ο κύριος Καβαλιεράτος.

Ρίγη συγκίνησης διαπέρασε τον κύριο Δημάκη. Ένιωθε ότι ήθελε να σηκωθεί και να φιλήσει τον κύριο Καβαλιεράτο. Αλλά φυσικά δεν θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο. Ένας Διευθυντής, ειδικά ένας Περιφερειακός Διευθυντής, δεν μπορεί να ενδίδει σε συναισθηματισμούς. Μόλις το είχε αναφέρει εξάλλου ο σχεδόν προκάτοχός του.

«Έτσι λοιπόν καταγράφουμε, μεταξύ πλείστων άλλων παραμέτρων, τα λειτουργικά έξοδα του κάθε υποκαταστήματός μας, διακρίνοντας φυσικά τα ανελαστικά έξοδα από τα υπόλοιπα, τα οποία κατηγοριοποιούμε. Σαφώς, θα γνωρίζετε την καμπύλη της κανονικής κατανομής κύριε Δημάκη, που μοιάζει με μια καμπάνα…»

«Ή ένα κουδουνάκι», πρόσθεσε ο κύριος Μιχαλάτος.

Ο κύριος Δημάκης δεν ήξερε σε ποιον να από τους δύο γνέψει θετικά ή ποιον να αρπάξει και να φιλήσει, αφού ήταν σαφέστατο σε εκείνον το νόημα της πρωινής τους συνάντησης.

«Το δικό σας κουδουνάκι, ε… με συγχωρείτε, η δική σας καμπύλη κύριε Δημάκη, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον», είπε ο κύριος Καβαλάτος, κοιτάζοντας θυμωμένα τον κύριο Μιχαλάτο, ο οποίος παντελώς απτόητος πρόσθεσε:

«Είσαστε οριακός κύριε Δημάκη, εξαιρετικά οριακός»!

«Σταθμίζουμε φυσικά πολλούς παράγοντες, όπως ο αριθμός του προσωπικού, το μέγεθος του καταστήματος, ο αριθμός των πελατών που εξυπηρετούνται και άλλες, πολλές παραμέτρους, και βλέπουμε, αυτονόητα θεωρώ, ότι με μαθηματική ακρίβεια, ο μέσος όρος των εξόδων συντήρησης και αντικατάστασής εξοπλισμού, ακολουθεί μια κανονική κατανομή, παρουσιάζοντας αυτό το ιδιόμορφο σχήμα…»

«Μιας καμπανίτσας», πετάχτηκε ο υπεύθυνος του τμήματος ανθρωπίνου δυναμικού της Τράπεζας, μην επιτρέποντας στον κύριο Περιφερειακό Διευθυντή να ολοκληρώσει την πρότασή του.

«…Μιας καμπύλης με τις περισσότερες καταγραφές να βρίσκονται γύρω από μια μέση τιμή Χ, την οποία φυσικά, για ευνόητους λόγους, δεν μπορώ να σας αποκαλύψω», ολοκλήρωσε επιτέλους την πρότασή του ο κύριος Καβαλιεράτος, κοιτάζοντας έντονα για άλλη μια φορά τον κύριο Μιχαλάτο, σε περίπτωση που ήθελε να συμπληρώσει κάτι ακόμη.

«Βεβαίως, βεβαίως, τα γνωρίζω όλα αυτά από το Πανεπιστήμιο…», πρόλαβε να πει περιχαρής ο θεωρών εαυτόν έως πρόσφατα διευθυντή του υποκαταστήματος, πριν τον διακόψει ο κύριος Καβαλιεράτος λέγοντας:

«Δεν είμαστε φυσικά τίποτα απρόσωπα μεγαλοστελέχη…» με τον κύριο Μιχαλάτο να πετιέται για να προσθέσει με περηφάνεια:

«Πέρυσι βραβευτήκαμε ως ο 7ος καλύτερος εργοδότης στην Ελλάδα».

Κοιτάζοντας ακόμη πιο άγρια αυτή τη φορά τον κύριο Μιχαλάτο και ανεβάζοντας τον τόνο της φωνής του, ο κύριος Καβαλιεράτος συνέχισε το λογύδριό του:

«Η δική σας τιμή όμως, όπως προείπαμε, είναι οριακή. Μηδέν για την ακρίβεια. Υπάρχουν και κάποιες άλλες τιμές, τιμές οι οποίες ξεφεύγουν κατά πολύ από τον μέσο όρο. Ένας συνάδελφός σας μάλιστα, αγγίζει το 2Χ! Κανονικά, όπως μπορείτε να υποθέσετε, εκείνοι που βρίσκονται κοντά στον μέσο όρο, δεν μας απασχολούν ιδιαίτερα. Εκείνοι όμως που ξεφεύγουν από αυτόν, τραβούν την προσοχή μας».

«Ο κύριος 2Χ για παράδειγμα, επιτρέψτε μου να τον αποκαλώ έτσι, καθώς δεν μπορώ να σας πω το όνομά του, για ευνόητους λόγους, δαπάνησε μεγάλα ποσά για να συντηρήσει τους καταγραφείς χρημάτων του υποκαταστήματός του, γλιτώνοντας έτσι την Τράπεζα από πολύ πιθανά λάθη που ενδεχομένως να μας ζημίωναν σημαντικά. Παράλληλα, προμηθεύτηκε άνετους καναπέδες για να κάθονται οι πελάτες μας ενόσω περιμένουν, κάνοντας έτσι μια επίσκεψη στο τραπεζικό του υποκατάστημα ακόμη περισσότερο άνετη για εκείνους. Δεν ξέρω αν πρέπει να σας το πω, αλλά τα μέτρα του κυρίου 2Χ επέτυχαν».

«Διπλασίασε την κερδοφορία του υποκαταστήματος»! πετάχτηκε για άλλη μια φορά ο κύριος Μιχαλάτος, ο οποίος προφανώς δεν μπορούσε να συγκρατήσει με τίποτα τον ενθουσιασμό του. 

«Αντιθέτως, η δική σας κερδοφορία κύριε Δημάκη, έχει μειωθεί δραματικά από την ώρα που αναλάβατε τη θέση του Διευθυντή του υποκαταστήματός σας. Δραματικά», συνέχισε ο κύριος Καβαλιεράτος.

Ο Γιώργος Δημάκης, εδώ και λίγη ώρα είχε ουσιαστικά παύσει να ακούει τι του λένε, αφού στο μυαλό του στριφογύριζαν ιδέες για το πως θα μπορούσε να πραγματοποιήσει εξοικονόμηση χρημάτων στα Περιφερειακά Γραφεία. Η λέξη «δραματικά» όμως του χτύπησε κάπως… έντονα και άσχημα στα αυτιά κι επέστρεψε την προσοχή του στον κύριο Καβαλιεράτο.

«Δηλαδή θέλετε να πείτε…»,  ήταν το μόνο που πρόλαβε να αρθρώσει πριν τον διακόψει ο Περιφερειακός Διευθυντής.

«Ακριβώς κύριε Δημάκη, θέλω να πω ότι δεν ενεργείτε με γνώμονα το συμφέρον της Τράπεζάς μας. Ζούμε στην εποχή της εικόνας, των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, των γρήγορων αποφάσεων. Ο τρόπος με τον οποίο διοικείτε το υποκατάστημά σας, καταδεικνύει σε εμάς ότι δεν καταβάλετε καμία προσπάθεια για τη βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών. Είστε δύο χρόνια εκεί και δεν έχετε αγοράσει ούτε ένα βάζο!», είπε ο κύριος Καβαλάτος, αυτή τη φορά κοιτάζοντας τον κύριο Μιχαλάτο περιμένοντας να καταθέσει κι εκείνος την άποψή του επί του θέματος.

Λες και αυτό ήταν το έναυσμα που πάντα περίμενε στη ζωή του, ο κύριος Μιχαλάτος ξεκίνησε το δικό του λογύδριο, δανειζόμενος λέξεις και φράσεις από όσα είχαν ήδη ειπωθεί, επιχειρώντας μια δική του περίληψη:

«Έχετε ένα οριακό κουδουνάκι κύριε Δημάκη, δεν θέλουμε τέτοια πράγματα στην Τράπεζά μας. Αν δεν μεριμνούμε για τις ανάγκες των υπαλλήλων μας εμείς, ποιος θα το κάνει; Αν δεν κοιτάζουμε την εξυπηρέτηση των πελατών μας, αυτοί θα φύγουν και θα πάνε σε άλλες Τράπεζες! Είστε πολύ οριακός, πρακτικά στο μηδέν, πολύ έξω από την καμπύλη, σχεδόν μια υποσημείωση στο γράφημα…»

«Όπως καταλαβαίνετε κύριε Δημάκη, η συνεργασία σας με την Αναπτυξιακή Τράπεζα δεν μπορεί να συνεχιστεί περεταίρω. Παρακαλείσθε να εγκαταλείψετε τη θέση σας έως το τέλος της εβδομάδας. Από Δευτέρα αναλαμβάνει νέος διευθυντής στο υποκατάστημα. Ο κύριος Τζόναθαν, δεν βλέπω το λόγο να μην σας ενημερώσω σχετικά, άλλωστε η Τράπεζάς μας φημίζεται για τη διαφάνειά της…»

«Είμαστε διαφανείς σαν καθαρό νερό», πετάχτηκε για άλλη μια τελευταία φορά ο κύριος Μιχαλάτος.

Ο κύριος Δημάκης σηκώθηκε από τη θέση του και αποχώρησε σχεδόν αποσβολωμένος. Πέρασε μπροστά από τη συμπαθή γραμματέα δίχως να την χαιρετίσει και κατέβηκε τις σκάλες κατευθυνόμενος προς την έξοδο και το πάρκινγκ. Όσο κι αν προσπαθούσε, δεν μπορούσε να κατανοήσει το πως η καμπανίτσα του, του είχε παίξει ένα τόσο άσχημο παιχνίδι.

31 Ιουλίου 2022

Post Covid Special

Νομίζω ότι οφείλω, προς αποκατάσταση της πραγματικότητας, στον εαυτό μου και στους αναγνώστες των τριών προηγούμενων αναρτήσεών μου στο kostassays (5-6-7 Απριλίου 2022), να γράψω μερικά λόγια για την «αληθινή» εμπειρία μου με τον κορονοϊό, μετά από εκείνη την περίπτωση προ τριμήνου που ίσως ποτέ δεν θα μάθουμε τι πραγματικά συνέβη.


Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Εν αρχή λοιπόν ην ο Rob Halford και οι Judas Priest! Η συναυλία την οποία περίμενα με ανυπομονησία από το χειμώνα του 2019 για το καλοκαίρι του 2020, αναβλήθηκε, ελέω covid, όπως και την επόμενη χρονιά, το 2021. Φέτος όμως, και από τη στιγμή που οι διοργανωτές ανακοίνωσαν ημερομηνίες, ήμουν αποφασισμένος να την παρακολουθήσω, ό,τι και να γινόταν.

Έκανα μια… σκληρή προετοιμασία με British Steel και έμφαση στο Breaking the Law, αναζήτησα και άκουσα δισκογραφίες στο Spotify, παρακολούθησα video clip στο YouTube και διάβασα άρθρα ολόκληρα στη Wikipedia, ώστε να είμαι πανέτοιμος να υποδεχθώ αυτοπροσώπως τους Metal Gods!

Λόγω εργασίας, όλα κανονίστηκαν την τελευταία στιγμή. Εισιτήριο για τη συναυλία, για το λεωφορείο, φιλοξενία στην Αθήνα και φυσικά η απαραίτητη παρέα για την ώρα του μεγάλου συναυλιακού γεγονότος: ο οικοδεσπότης μου σύντροφος Θ. μετά της συζύγου Δ. και οι συν-ninja Δ. και Α., επίσης μετά της συζύγου Α. ο τελευταίος. Είχα να παρακολουθήσω συναυλία από τους Manowar το 2019, στον ίδιο χώρο, στην Πλατεία Νερού, και πραγματικά «ψόφαγα» να μεταλλιάσω.

Οι αντικειμενικές συνθήκες πραγματικά δύσκολες, αφού έφτασα με την ψυχή στο στόμα και μετά από μια ολόκληρη ημέρα εργασίας και διάνυσης εκατοντάδων χιλιομέτρων, αλλά ψυχολογικά ήμουν έτοιμος από καιρό γι’ αυτό που θα ακολουθούσε. Όσο πλησίαζα με την παρέα μου την Πλατεία Νερού, τόσο η προσμονή μου και η χαρά μου εντείνονταν. Ένιωθα ζωντανός, μεταξύ χιλιάδων φίλων και αδερφών, που σε λίγη ώρα θα γινόμασταν όλοι ένα, μπροστά στους μεγάλος Judas Priest. Το γεγονός μάλιστα ότι πρόλαβα να ακούσω και σχεδόν όλο το πρόγραμμα των Cradle of Filth, με χαροποίησε ακόμη περισσότερο γιατί ήξερα ότι δύσκολα θα είχα ξανά την ευκαιρία να τους δω live.

Με το που τελειώνουν οι CoF και κάνει την πάσα ο Dani για τους Judas, ξεκίνησαν και οι σκηνικές προετοιμασίες. Το καλυμμένο με πανιά μεταλλικό αντικείμενο που κρεμόταν πάνω από τη σκηνή, αποκαλύφθηκε σιγά-σιγά και ήταν φυσικά η περίφημη «τρίαινα» των Judas Priest. Αργά-αργά, κατέβηκε στη σκηνή, σηκώθηκε υπό γωνία απέναντι στο εκστασιασμένο κοινό και άναψαν οι προβολείς της σε όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου, σαν να μας ζητούσε να προσκυνήσουμε τη μεταλλική μεγαλειότητα που εκπροσωπούσε, ένα σχεδόν παγανιστικό σύμβολο που μας ένωνε όλους μαζί σε μια αδελφότητα.


Αρχικά είχα είχα καθίσει με την παρέα μου, η οποία συνεχώς αυξάνονταν με παλιούς και νέους φίλους, όπως τον Ι., τον Κ. και τη Σ., στο πίσω μέρος του χώρου, ακριβώς δίπλα και πίσω από τα δημοσιογραφικά. Στη συνέχεια όμως μετακινήθηκα μπροστά στον κόσμο, λίγα μόλις μέτρα από τη σκηνή, όπου βρήκα κι άλλους φίλους και γνωστούς. «Ωραία, προφανώς έχω κάνει σωστές επιλογές φίλων», σκέφτηκα, αφού δεν περίμενα να συναντήσω τόσους εκείνη τη βραδιά, εκεί μέσα σε τόσο κόσμο μάλιστα!

Ακριβείς στο πρόγραμμά τους, στις 22:30 βγήκαν επί σκηνής οι Judas Priest με τον Rob Halford να αποθεώνεται από όλους μας, γύρω στους 8-10.000 ανθρώπους. Ξεκινώντας με το One shot at glory και συνεχίζοντας με μερικά από τα πλέον γνωστά κομμάτια τους, κατάφεραν να μας ξεσηκώσουν όλους, να μας κάνουν να χοροπηδάμε ασταμάτητα, να βγάλουμε μπλούζες, να χτυπιόμαστε και να αγκαλιαζόμαστε στο mosh pit, να διασκεδάζουμε δίχως καμία σκέψη και έννοια παρά μόνο την επίγνωση ότι είχαμε μπροστά μας τους Θεούς του metal σε μια από τις ωραιότερες συναυλίες που έγιναν ποτέ στην Ελλάδα!

Οι συνεχείς αλλαγές κουστουμιών του Halford, η είσοδός του στη σκηνή ακόμη κι επάνω σε μηχανή, η φωνή του με το απίστευτο εύρος, η αξεπέραστη τεχνική και το showmanship των Glenn Tipton, Richie Faulkner, Ian Hill και Scott Travis, μας χάρισαν πραγματικά μια μοναδική, αξέχαστη εμπειρία.


Η πραγματική κορύφωση όμως ήρθε στο encore, με το Electric Eye και το πολυαναμενώμενο Breaking the Law. Πραγματική μεταλλική έκσταση για όσους είχαμε την τύχη να είμαστε εκεί. Αισθανόσουν αλήθεια την ξεχωριστή σύνδεση που υπήρχε ανάμεσα στη μπάντα και το κοινό, τη λατρεία και την αγάπη, την αίσθηση ότι είσαι μέλος μιας ιδιαίτερης υποκουλτούρας, μιας υποκουλτούρας που σε κάνει χαρούμενο, περήφανο και πάνω απ’ όλα «ζωντανό».

Απαραίτητος ο πρόλογος-tribute στους Judas Priest όμως, για να καταλήξω στο δεύτερο μέρος της ανάρτησής μου, τη νόσησή μου με Covid-19. Άλλωστε, όλη αυτή η διασκέδαση, χωρίς μάσκα μέσα σε τόσο κόσμο, κυριολεκτικά ο ένας επάνω στον άλλο, έπρεπε να έχει και κάποιες επιπτώσεις. Σαν ένα είδος κάρμα, σαν μια κοσμική ζυγαριά που ορίζει το ισοζύγιο χαράς και λύπης, ευτυχίας και δυστυχίας, απόλαυσης και πόνου, άγνωστες δυνάμεις επέλεξαν να μου δώσουν μια γερή δόση COVID-19, αυτή τη φορά στα αλήθεια!

Παρασκευή βράδυ 15 Ιουλίου η συναυλία και το ξεσάλωμα με τους Judas Priest και Κυριακή απογευματάκι, κάτι λιγότερο από 48 ώρες μετά κι ενώ επιστρέφω με το λεωφορείο στο Αγρίνιο, αρχίζω να αισθάνομαι τα πρώτα συμπτώματα, κάποιες μικρές ενοχλήσεις στο λαιμό. Αρχικά, επιλέγω να τις αποδώσω στο τζίντζερ της σπιτικής λεμονάδας που με κέρασε ο σύντροφος Σ. νωρίτερα το μεσημέρι. Άλλωστε, δεν είχα άλλα συμπτώματα, πέρα από μια διάχυτη κούραση, καθ’ όλα λογική όμως αν σκεφτεί κανείς την ταλαιπωρία που είχα τραβήξει εκείνες τις μέρες στον καύσωνα της Αθήνας.

Φτάνω λοιπόν στο σπίτι μου, κάνω το μπάνιο μου και τρώω, χωρίς όμως ιδιαίτερη όρεξη. Ούτε τότε έδωσα σημασία, αφού ούτως ή άλλως τις τελευταίες ημέρες δεν είχα πολύ όρεξη για φαγητό, γεγονός που το απέδιδα στην υψηλή θερμοκρασία που επικρατούσε αλλά και, έτσι ήθελα να πιστεύω, στη δίαιτα που ακολουθούσα. Όσο περνούσε η ώρα όμως, ο λαιμός μου σφιγγόταν, μέχρι που εντελώς ξαφνικά έκλεισε και με έπιασε βήχας. «Βρε λες;», σκέφτομαι και βάζω θερμόμετρο. 36,7. Νορμάλ. Η κούραση σταδιακά κυρίευε το κορμί και τις αισθήσεις μου. Έπεσα για ύπνο, γνωρίζοντας ότι την επόμενη ημέρα είχα άδεια, αν και θα έπρεπε να βγάλω πέρα τουλάχιστον κάποια εργασία από το σπίτι.

Το πρωί όμως, ξύπνησα νιώθοντας αυτό που λένε «σα να με κτύπησε τρένο». Βάζω θερμόμετρο. 38.4. Κατάλαβα… Σηκώνομαι με κόπο από το κρεβάτι, φοράω μάσκα, τα λέω στα γρήγορα με τη μητέρα μου και με το ζόρι σέρνομαι μέχρι το πλησιέστερο φαρμακείο για να κάνω τεστ. Σχεδόν αμέσως, η φαρμακοποιός μου λέει ότι είναι θετικό και να ακολουθήσω τα γνωστά πρωτόκολλα καραντίνας: πενθήμερη απομόνωση και μάσκα τύπου FFP2/KN95/N95.


Ενημερώνω τη δουλειά μου κι επιστρέφω ζαλισμένος στο σπίτι μου, όπου με δυσκολία κάνω ένα μπάνιο. Θερμοκρασία: 39,4. Κλείνω το τηλέφωνο και ξαπλώνω. Έχουν αρχίσει ήδη τα τηλεφωνήματα από τη δουλειά, τα SMS, τα email και τα μηνύματα στα social να σκάνε το ένα μετά το άλλο, αλλά μου είναι αδύνατο να μιλήσω με τον οποιοδήποτε, μου είναι αδύνατο ακόμη και να σκεφθώ καθαρά εκείνες τις στιγμές. Πέφτω σε σχεδόν 24ωρο λήθαργο. Που και που σηκώνομαι για να πιώ νερό ή να πάω στην τουαλέτα. Ούτε λόγος για φαγητό. Παίρνω μόνο ένα 1000άρι αναβράζον Depon για να ρίξω τον πυρετό και ξαπλώνω πάλι.

Κάπως έτσι, πέρασε το πρώτο, δύσκολο 24ωρο. Κάπου ενδιάμεσα θυμάμαι ότι έβλεπα κάτι εικόνες που δεν μπορούσα να προσδιορίσω αν ήταν όνειρο ή παραισθήσεις. Πονούσε παντού το σώμα μου, το κεφάλι μου, κρύωνα και ίδρωνα. Δεν ξέρω αν ο πυρετός μου ανέβηκε περισσότερο ακόμη, δεν μπορούσα να μπω στη διαδικασία του θερμόμετρου. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι κάποια στιγμή άφησα ανοικτό το φως στο πορτατίφ δίπλα στο κρεβάτι μου αλλά δεν είχα τη δύναμη να κινηθώ να το κλείσω, κι ας με ενοχλούσε…

Η αγωνία μου όμως αφορούσε και τους δικούς μου. Ο πατέρας μου είχε προγραμματίσει να φύγει για το χωριό για μερικές μέρες, η μητέρα μου όμως έμεινε στο σπίτι. Έπρεπε να είμαστε όλοι πολύ προσεκτικοί τις επόμενες ημέρες, δεν ήθελα να τους κολλήσω και να τους προκαλέσω πιθανώς σοβαρά προβλήματα υγείας…

Η δεύτερη μέρα ήταν λίγο καλύτερη. Η θερμοκρασία μου ήταν γύρω στους 38,4 βαθμούς, ενώ εμφανίστηκε πιο έντονος ο πονόλαιμος και ο βήχας. Η όρεξή μου δεν επέστρεψε και με το ζόρι έφαγα ελάχιστα το μεσημέρι και το βράδυ. Πήρα άλλο ένα Depon και τις βιταμίνες που μου έδωσε ο γιατρός μου. Μίλησα, αναγκαστικά, σε κάποια τηλέφωνα, εξακολουθώντας όμως να έχω τη συσκευή μου στο “Do not disturb”. Παρακολουθώ τον πυρετό μου ο οποίος μέχρι το βράδυ πέφτει στο 37,4.

Η τρίτη ημέρα, αρχίζει με έντονο βήχα, για τον οποίο ο γιατρός μου χορηγεί ένα σιρόπι, το οποίο πήρα για δέκα μέρες παράλληλα με τις βιταμίνες μου. Παίρνω άλλο ένα Depon και φτιάχνω καφέ. Κάθομαι στον υπολογιστή, για δουλειά και τηλεφωνήματα. Ευτυχώς νιώθω καλύτερα, αν και το κεφάλι μου εξακολουθεί να είναι «ελαφρύ» και να έχω μια μικρή ζαλάδα και αστάθεια. Ίσως να είναι και από την κλεισούρα και τον ύπνο, σκέφτομαι, και συνεχίζω με τις διάφορες υποχρεώσεις μου.

Όπως το βλέπω, θα είμαι εντός σπιτιού μέχρι το Σάββατο, βάσει πρωτοκόλλου. Σχεδιάζω να κάνω ένα τεστ σε φαρμακείο την Κυριακή και, αν όλα πάνε καλά, να επιστρέψω στην εργασία μου την Δευτέρα. Ευτυχώς, έχω πολλά πράγματα να κάνω μέσα στο σπίτι μέχρι τότε. Βιβλία να διαβάσω, σειρές να δω, αρχεία να τακτοποιήσω… Μπορεί το μυαλό μου να μην είναι πολύ καθαρό και η υπομονή μου να είναι μειωμένη, αλλά είναι ευκαιρία να αφαιρέσω μερικά πράγματα από το απύθμενο to do list μου.

Με αυτά κι αυτά, φτάνει και η Κυριακή. Εξακολουθώ να έχω δεκατάκια, 37άρια, αλλά αισθάνομαι πολύ καλά γενικά, αν κι ακόμη δεν έχω όρεξη για φαγητό. Βρίσκω στο ίντερνετ το κοντινότερο εφημερεύον φαρμακείο, φοράω τη μάσκα μου και πηγαίνω. Ενημερώνω τη φαρμακοποιό για να προσέχει ιδιαίτερα μαζί μου και μου κάνει το τεστ. Θετικό. Δεν το περίμενα.

Τον είχα πάρει τόσο αψήφιστα τον κορονοϊό, μετά από δυόμιση χρόνια περιορισμών και μια «παραλίγο» νόσηση. Πίστευα ότι δεν θα το κολλούσα ή το είχα ήδη περάσει ελαφριά εκείνη τη φορά ή είχα κάποια ανοσία ή πολύ μεγάλη τύχη. Τώρα, μια εβδομάδα σχεδόν μετά θετικός, δεν μου άρεσε, με έριξε. Μπορεί να είχα επανέλθει σχεδόν 100% και να εργαζόμουν κανονικά από το σπίτι, αλλά ήθελα να πιστεύω ότι η ιστορία θα τελείωνε εκεί, στις 5-7 μέρες. Αμ δε.

Επέστρεψα απογοητευμένος στο σπίτι. Ενημέρωσα πάλι την εργασία μου και σκέφτηκα ότι μάλλον θα πρέπει να κάνω κάθε μέρα τεστ μέχρι να βγω αρνητικός. Πράγματι, την επόμενη ημέρα, πήρα το δρόμο για την Παλιά Λαχαναγορά Αγρινίου, εκεί που συνεργείο του ΕΟΔΥ έκανε covid test σε πολίτες. Ως συνήθως, ενημέρωσα για την περίπτωσή μου. «Συγγνώμη κύριε», μου είπε η μια κυρία που ήταν εκεί «έχουν περάσει δέκα μέρες από τη νόσησή σας; Όχι. Άρα γιατί ήρθατε; Θα ξανακάνετε τεστ την Πέμπτη, δέκα μέρες μετά από το πρώτο θετικό».

Δεύτερη απογοήτευση. Επιστροφή στο σπίτι και στη νέα μου ρουτίνα. Τηλε-εργασία, μεσημεριανός ύπνος, τηλεοπτικές σειρές, διάβασμα των βιβλίων μου και της ειδησεογραφίας και υπομονή. Κάπου-κάπου, έβγαινα για καμιά βραδινή βόλτα. Αργούτσικά, συνήθως μετά τις 21:00-22:00, με τη μάσκα μου και μακριά από κόσμο. Για να πάρω λίγο αέρα αλλά και για να ελέγξω τον οργανισμό μου. Έπαιρνα ανηφόρες για να δω πως θα ανταπεξέλθουν τα πνευμόνια μου. Όσφρηση και γεύση δεν είχα χάσει αλλά ανησυχούσα για άλλες, μακροπρόθεσμες συνέπειες του κορονοϊού.

Με αυτά κι αυτά, πέρασαν και οι μέρες μέχρι την Πέμπτη. Με αγωνία, πήγα για άλλη μια φορά να κάνω τη γνωστή διαδικασία. Τρίτη απογοήτευση. Πάλι θετικό… «Εάν θέλετε αρνητικό τεστ, θα έρθετε πάλι την Δευτέρα», μου είπε η ευγενική κυρία. Ενημέρωσα και πάλι τη δουλειά μου. Να με πιστεύουν άραγε ή να νομίζουν ότι το κάνω στα ψέματα, αναρωτιόμουν. Τουλάχιστον ήμουν συνεπής σε όσα μπορούσα να κάνω από το σπίτι, δηλαδή σχεδόν στο 100% του αντικειμένου της εργασίας μου…

Άντε λίγες ημέρες υπομονής ακόμα. Συνέχεια στην ίδια ρουτίνα, ένα-δυο βραδινά περπατήματα ακόμη, συνεχής βελτίωση της υγείας και της διάθεσής μου, με εξαίρεση τον βήχα, κι έφτασε το πρωί της Κυριακής, σήμερα βρε!

Με το που σηκώνομαι από το κρεβάτι, αργούτσικα ομολογουμένως, ανοίγω ένα από τα τεστ που είχε φέρει ο πατέρας μου στο σπίτι λίγες μέρες πριν και με προσμονή ακολουθώ τη συνηθισμένη διαδικασία. Ανοίγω το φακελάκι με το πλακίδιο, εισάγω μεθοδικά τη μπαντονέτα και στα δυο μου ρουθούνια έως ότου ενοχληθώ αρκετά, στη συνέχεια την τοποθετώ στο φιαλίδιο με το ειδικό υγρό και στάζω προσεκτικά μερικές σταγόνες στο πλακίδιο ελέγχου. Η ειδική ένδειξη γίνεται μωβ, εμφανίζεται η γραμμούλα στο C και… αυτό ήταν! Αποτέλεσμα: Αρνητικό! Το «Τ» δεν έγραψε ποτέ!


Ακολουθώ την ίδια διαδικασία και για τη μητέρα μου. Ομοίως αρνητική η ένδειξη, τα καταφέραμε! Δυο ολόκληρες εβδομάδες κλεισμένοι μέσα στο σπίτι οι δυο μας και ο πατέρας μου επισκέπτης, και δεν κόλλησα κανέναν! Το θεωρώ μια μικρή νίκη της υπομονής και προσήλωσής μου στην προστασία της οικογένειάς μου. Για εμένα προσωπικά και την οικογένειά μου, τέλος καλό, όλα καλά.

Αυτή λοιπόν ήταν και η δική μου εμπειρία με τον κορονοϊό, τον COVID-19, το «χτικιό» ή όπως αλλιώς το λέμε οι άνθρωποι που τόσο έχουμε υποφέρει από την πανδημία. Τουλάχιστον, έχουμε την πολυτέλεια να μπορούμε να βγάζουμε παρατσούκλια στην αρρώστια, να λέμε τις ιστορίες μας, να μοιραζόμαστε τις εμπειρίες μας, ακόμη και να αστειευόμαστε. Γιατί υπάρχουν και όλοι εκείνοι, οι εκατομμύρια εκείνοι, που η ασθένεια τους έκοψε το νήμα της ζωής ή τους στέρησε αγαπημένα πρόσωπα, και θα θέλουν να ξεχάσουν όσο πιο σύντομα μπορούν τι σημαίνει κορονοϊός…

Σχεδόν τρία χρόνια μετά την εμφάνιση του COVID-19, κι ακόμα δεν έχουμε βρει σίγουρο τρόπο εξάλειψής του. Τρία χρόνια μετά, κι ακόμα προκύπτουν παραλλαγές και μεταλλάξεις, που δεν ξέρουμε πως να τις αντιμετωπίσουμε. Τρία χρόνια μετά κι ακόμη δεν έχουμε καταλήξει αν ο ιός εμφανίστηκε τυχαία ή όχι, αν ξέφυγε από κάποιο εργαστήριο, από λάθος ή σκόπιμα… Κάποιοι ειδικοί, «προβλέπουν» μάλιστα το μέλλον και λένε ότι αυτή δεν θα είναι η μόνη παγκόσμια και θανατηφόρα επιδημία που θα δούμε στη διάρκεια της ζωή μας.

Είναι λοιπόν το μόνο που μπορούμε να κάνουμε το να λαμβάνουμε συμβατικά μέτρα προστασίας και να παραμένουμε σε ρόλο παθητικού θεατή των εξελίξεων; Είναι αυτό το μέλλον της ανθρωπότητας;

Ίδωμεν…

07 Απριλίου 2022

Covid Diary - Ημέρα #Δύο (Thus Ends)

Πώς έμαθα να σταματήσω να ανησυχώ και να αγαπήσω τις μπαντονέτες στη μύτη


Συμπτώματα: Λίγη ζάλη και τίποτα άλλο
Θερμοκρασία: 36.7
Διάθεση: Θετική (επιτέλους και κάτι θετικό)

Άλλο ένα 24ωρο πέρασε με την αβεβαιότητα να παραχωρεί σταδιακά τη θέση της στη σιγουριά αλλά και στα πειράγματα κάποιων άσπονδων φίλων (θα έρθει η ώρα τους). Το σημερινό covid test, το πέμπτο στη σειρά, ήταν ξεκάθαρα αρνητικό, όπως και τα δύο χθεσινά. Αποφάσισα όμως να κάνω κι ένα μοριακό τεστ, προκειμένου να είμαι 100% σίγουρος ότι δεν κινδυνεύω να μεταδώσω τον ιό σε κάποιον αλλά και να μπορέσω πάλι να επανέλθω με αυτοπεποίθηση στην κοινωνία που τόσο μου έλειψε και της έλειψα.

Έτσι, επισκέφθηκα ένα ιατρικό εργαστήριο και για άλλη μια φορά, την 6η τις τελευταίες ημέρες, έθεσα και τα δυο μου ρουθούνια στη διάθεση της ιατρού που χειριζόταν τις μπαντονέτες με τη χάρη γεωτρυπανιστή που ψάχνει για νερό στο Ξηρόμερο.

Αφού μου επισήμανε δύο ή τρεις φορές ότι θα πρέπει να πληρώσω πριν φύγω από το εργαστήριο (υποθέτω ότι τους επισκέπτονται συχνά ασθενείς με απώλεια μνήμης), η γιατρός με ενημέρωσε ότι τα αποτελέσματα θα είναι έτοιμα σε 24 ώρες. Λίγο πριν φύγω, ευτυχώς θυμήθηκα να πληρώσω.

Ωστόσο δεν περίμενα να περάσουν οι 24 ώρες και πριν λίγο, μπαίνοντας στην ειδική ιστοσελίδα του Υπουργείου Υγείας (α ρε τεχνολογία τι μας κάνεις), εκτύπωσα το πιστοποιητικό του μοριακού ελέγχου, όπου ξεκάθαρα γράφει «Αρνητικό/Negative». Τέτοια χαρά, από τότε που πήρα το  πρώτο μου ενδεικτικό στο νηπιαγωγείο είχα να νιώσω!

Αν και πλέον ήμουν σχεδόν σίγουρος, και ίσως άδικα μπήκα στη διαδικασία του νέου σκαψίματος στη μύτη μου αλλά και το επιπλέον κόστος, τουλάχιστον τώρα ξέρω πέραν πάσης βεβαιότητας ότι από αύριο επιστρέφω ελεύθερα στην περίφημη «κανονικότητα».

Το μόνο που με στενοχωρεί είναι ότι αυτές τις δυόμιση μέρες που έμεινα κλεισμένος στο σπίτι και στο δωμάτιό μου, ούτε εκείνο το άρθρο που έχω παρατήσει στη μέση τελείωσα, ούτε το βιβλίο μου έπιασα στα χέρια μου για να διαβάσω κανένα κεφάλαιο ακόμα. Τουλάχιστον όμως κράτησα έναν στοιχειώδη έλεγχο στα επαγγελματικά μου και τακτοποίησα διάφορες μικροεκκρεμότητες. Κάτι είναι κι αυτό.

Επίσης, με ενοχλεί που τελικά δεν δόθηκε λύση στο μυστήριο των δύο πρώτων αχνών τεστ. Μια ερμηνεία θα μπορούσε να είναι ότι το έπιασα στα τελειώματα, μου είπαν όταν επέμεινα με τις ερωτήσεις μου και στη κινητή μονάδα και στο ιατρικό εργαστήριο, και μάλλον θα συμφωνήσω κι εγώ. Άλλωστε είχα κάνει και τις τρεις δόσεις των εμβολίων, δυο AstraZeneca (τίτλος τιμής στα καφενεία του Αγρινίου, αντρίκιο εμβόλιο) και ένα Pfizer (μεταμοντέρνα πράγματα αυτά) και θέλω να πιστεύω ότι κάποια προφύλαξη θα μου την παρείχαν.

Όπως και να έχει, η σύντομη επαφή μου με τον Covid έφτασε στο τέλος της. Για να τελειώσω όμως με cliffhanger… μήπως να κάνω και ένα τεστ αντισωμάτων τώρα, έτσι, από περιέργεια, να δούμε τι θα βγάλει;

06 Απριλίου 2022

Covid Diary: Ημέρα #Ένα (με ερωτήματα)

To Covid or not to Covid? That is the question.


Συμπτώματα: Ζαλάδα, ελαφρύς πονοκέφαλος, μπούκωμα, μικρή ενόχληση στο λαιμό
Θερμοκρασία: 36.7
Διάθεση: Καλή, με δόσεις ανησυχίας

Ένα 24ωρο αβεβαιότητας και αναγκαστικού εγκλεισμού, μαζί με μια δόση ανησυχίας, συμπληρώνεται από την προηγούμενη ανάρτησή μου. Και μπορεί τότε να είχα αρκετά να πω, απόψε όμως δηλώνω σαφέστατα μπερδεμένος, αφού βεβαιότητα στα δύο covid test που έκανα σήμερα, δεν υπάρχει.

Ακολουθώντας τις προτροπές της φαρμακοποιού, τις οδηγίες του ΕΟΔΥ αλλά και την κοινή λογική, βρίσκομαι από χθες ημι-απομονωμένος στο δωμάτιό μου, κινούμενος με μάσκα στους κοινόχρηστους χώρους του σπιτιού ενώ οι μοναδικές επαφές μου περιορίστηκαν σε τηλέφωνα, μηνύματα και email.

Πέρασα όλο το πρωινό περιμένοντας να μεσημεριάσει για να πάω στην Παλιά Λαχαναγορά του Αγρινίου όπου διεξάγονται καθημερινά τεστ από Κινητή Ομάδα Υγείας. Αφού εξήγησα στο υγειονομικό προσωπικό τον λόγο που θέλω να εξεταστώ, έδωσα τα στοιχεία μου και έγινε η λήψη του δείγματος, περίμενα υπομονετικά να περάσει το απαραίτητο τέταρτο της ώρας. Μόνο που το αποτέλεσμα δεν ήταν αυτό που περίμενα: «Το τεστ είναι αρνητικό αλλά μάλλον επειδή είστε στην αρχή της νόσησης, μιας και έχετε και τα συμπτώματα…». Η σύσταση ήταν για καραντίνα και επανάληψη σε 24 ώρες, οπότε επέστρεψα και πάλι σπίτι, δυστυχώς με περισσότερη ανησυχία απ’ ότι είχα ξεκινήσει.

Το ενδιαφέρον είναι ότι εν τω μεταξύ τα συμπτωματάκια μου άρχισαν να γίνονται κάτι τις πιο έντονα, ενώ σε αυτά ήρθε να προστεθεί και ένα ελαφρύ μπούκωμα καθώς και μια ενόχληση ψηλά στο λαιμό, σαν ένας πολύ ήπιος πονόλαιμος. Ωστόσο το θερμόμετρο, που περνούσε πλέον περισσότερο χρόνο στον κόρφο μου παρά στο κομοδίνο, επέμενε σταθερά: 36,7.

Τι στο καλό..;

Πιστεύοντας, όπως αποδείχθηκε εντελώς λανθασμένα, ότι θα κατάφερνα να δώσω ένα τέλος στην αγωνία μου, άνοιξα και πάλι το κουτί με τα self-test για να κάνω άλλο ένα κατά το βραδάκι. Ακολουθώντας τις συμβουλές κάποιων φίλων, «εμπλούτισα» το δείγμα της μπαντονέτας συλλέγοντας υλικό και από το εσωτερικό των μάγουλών μου. Εκτελώ τη διαδικασία και περιμένω.

Το χαρτάκι αρχίζει να μωβίζει σιγά-σιγά. Περνόντας από τη νοητή γραμμή του «Τ» κοντοστέκεται. Εδώ κάτι ύποπτο συμβαίνει. Λες και υπάρχει ένα φυσικό εμπόδιο, κάνει μια προσποίηση και περνά από το κάτω μέρος. Το μωβ συνεχίζει να εξαπλώνεται, έχοντας αφήσει πίσω του μια λεπτή λευκή γραμμή ακριβώς κάτω από το διαβόητο «Τ». Λίγα δευτερόλεπτα ακόμα όμως και όλο το χαρτάκι έχει γίνει μωβ σαν κρεμμυδάκι, αφού μετά από λίγο ακόμη και η λευκή γραμμούλα γεμίζει. Πλέον είμαι σίγουρος ότι θα έχουμε αποτέλεσμα.

Αμ δε. Για άλλη μια φορά, τζίφος.

Μοιραία, αρχίζουν τα ερωτηματικά.

- Μην είμαι κατά φαντασίαν ασθενής;
- Μην έχω πέσει θύμα παγκόσμιας πλεκτάνης των Big Pharma;
- Μην έπεσα σε τζούφια τεστ;
- Μην είχαν τελικά δίκιο και στο φαρμακείο και στον ΕΟΔΥ που μου έλεγαν ότι είναι νωρίς ακόμα για τα τεστ;
- Μη και δεν είναι Covid και είναι τίποτα άλλο, οπότε τζάμπα κάθομαι μέσα στο σπίτι και κρατάω την οικογένειά μου μακριά;

Ερωτήματα. Ερωτήματα δίχως απαντήσεις. Πολύ φοβάμαι ότι ετούτη η ανάρτησή μου όχι μόνο δεν θα πιάσει τις περίπου 700 λέξεις τις χθεσινής, αλλά ούτε καν θα καταφέρει να σταθεί στο ύψος των προσδοκιών που δημιούργησε.

Χρειάζεται ψυχραιμία και πλάνο.

Α) Απόψε, παρακολουθώ με το θερμόμετρο
Β) Αύριο, κάνω άλλο ένα τεστ

Αν το αυριανό είναι θετικό, θα ξέρω. Αν είναι αρνητικό όμως; Παίρνω deponάκι για τα συμπτώματα και το ξεχνάω ή πάω για μοριακό, για να διαλυθεί κάθε αμφιβολία;

Ερωτήματα, ερωτήματα…

05 Απριλίου 2022

Covid Diary: Ημέρα Μηδέν

Οι τρεις αποφάσεις


Συμπτώματα: Ήπια ζαλάδα
Θερμοκρασία: 36.7
Διάθεση: Καλή

Μετά από δυο χρόνια επιτυχούς αποφυγής του COVID-19, μάλλον έφτασε και η δική μου ώρα. Μπορεί όμως και όχι…

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Τα συμπτώματα ήπιας ζαλάδας, “I am feeling rather light-headed I’d say”, με οδήγησαν χθες το απογευματάκι στο να κάνω ένα self-test, από εκείνα που είχα προμηθευτεί προ μηνών από το φαρμακείο για όλη την οικογένεια. Άλλωστε, μάλλον ήμουν και ο μόνος στο σπίτι που αξιοποιούσα από κανένα που και που για να πάρω μια δόση αυτοεπιβεβαιωσης ότι ακόμη αντιστέκομαι στην πανδημία.

Η ένδειξη ήταν ξεκάθαρα αρνητική, ακόμη και μετά από αρκετή ώρα, οπότε μετά χαράς συνόδευσα την αδερφή μου και το γαμπρό μου αλλά και τα δυο υπέροχα διδυμάκια ανηψάκια μου σε μια μικρή βόλτα στο βραδινό Αγρίνιο. Μάλιστα, χαρακτηριστικά, ξέχασα να πάρω ακόμη και μάσκα μαζί μου, η οποία ούτως ή άλλως είναι προαιρετική στους ανοικτούς χώρους. Τη βόλτα ακολούθησε επίσκεψη μετά οινοποσίας σε σπίτι φίλων, η οποία παραλίγο να μετατραπεί σε κανονική αρμένικη βίζιτα (very politically incorrect) από πλευράς μου αφού, κουβέντα στη κουβέντα, ήταν περασμένες δύο όταν πλέον επέστρεψα σπίτι μου.

Μόλις μπαίνω μέσα όμως, διαπιστώνω ότι με περίμενε απειλητικά το self-test επάνω στο έπιπλο της παπουτσοθήκης, αφού είχα ξεχάσει να το πετάξω φεύγοντας. Καθώς το παίρνω στα χέρια μου όμως, για να το πετάξω επιτέλους, κάτι δεν μου άρεσε. Σαν να αχνοφαίνονταν μια γραμμούλα ακόμη και το κρασί που είχα καταναλώσει σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογούσε να τα βλέπω διπλά… Βρε λες;

Το κοιτάζω από εδώ, το κοιτάζω από εκεί, στο φως, πάνω, κάτω, προσπαθώ να το φωτογραφίσω και με το κινητό, και ναι, μπορείς να πεις ότι κάπου εκεί δίπλα στο «T», σα να διακρίνεται μια γκριζο-μαύρη γραμμή. Προβληματίζομαι αλλά όχι και τόσο ώστε να χάσω τον ύπνο μου. Όταν το πρωί επανέρχεται στη μνήμη μου, αποφασίσω να πεταχτώ μέχρι το πλησιέστερο φαρμακείο για να κάνω ένα επαναληπτικό τεστ. Ο φόρτος εργασίας όμως δεν με αφήνει. Το ξεχνάω και πάλι μέχρι το απόγευμα σήμερα, που εκείνη η επίμονη ζάλη έρχεται να μου το θυμίσει εκ νέου.

Μιας λοιπόν και είμαι στη γύρα για διάφορες δουλειές, πλησιάζω στο πρώτο φαρμακείο και αφού εξηγώ την ιδιαιτερότητα της περίπτωσής μου στην όμορφη φαρμακοποιό (ξέρω ότι κάποιοι θα ισχυριστούν ότι όλη η ύπαρξή μου είναι μια ιδιαιτερότητα, αλλά θα επιλέξω να τους αγνοήσω) ανέχομαι τη μπαντονέτα και στα δυο μου ρουθούνια. Άλλωστε η κοπέλα δεν μου αφήνει και πολλά περιθώρια όταν της δείχνω τη φωτογραφία του δικού μου τεστ. «Για να φαίνεται έστω κι αμυδρά, μάλλον είναι…», μου λέει.

Ομοίως και το δικό της τεστ όμως, αρνείται να μιλήσει ξεκάθαρα. «Μπορεί και ναι, μπορεί και όχι». Σιβυλλικά πράγματα. Πρόταση της φαρμακοποιού: επανάληψη του τεστ αύριο. Κι εγώ θα επαναλάβω ότι όταν αφαίρεσε τη μάσκα της, ήταν ακόμη ομορφότερη.

Έτσι λοιπόν έφτασε η ώρα να λάβω κάποιες σοβαρές αποφάσεις.

Πρώτον: Δεν μπαίνω σε ψευτοδιλήμματα αν είναι κορονοϊός, κορωνοϊός ή κοροναϊός. Όχι μόνο η ετυμολογία δεν μου λέει τίποτα, αλλά αρνούμαι να παλεύω με το Word και τα διαλυτικά του. Εφεξής COVID-19, COVID για τους φίλους. Στην τελική, είναι international και καταλαβαινόμαστε όλοι πανταχόθεν.

Δεύτερον: Η σημερινή ημέρα χαρακτηρίζεται επισήμως ως «Ημέρα Μηδέν», κατά το «ασθενής μηδέν». Έτσι σε περίπτωση που αύριο το τεστ πάψει να μιλά με γρίφους και πει ένα ξεκάθαρο «αρνητικό», τι είχαμε, τι χάσαμε, μια μηδενική ημέρα. Αν, αντιθέτως, οι γραμμές είναι διπλές κι αυτό δεν οφείλεται σε μέθη η κάποια άλλη πάθηση των οφθαλμών μου, ξεκινάμε κανονικά με την πρώτη ημέρα της νόσησης and counting.

Τρίτον: Για ψυχολογικούς, και όχι μόνο, λόγους, όπως και να έχει, θα το θεωρήσω μια προσωπική επιτυχία. Μια παγκόσμια πανδημία COVID-19 (είδατε που χρειάζεται και πως εφαρμόζεται η Απόφαση #1;), συνεχώς επαφή με πλήθος ανθρώπων καθημερινά για επαγγελματικούς και προσωπικούς λόγους, και κατάφερα να το τρενάρω δυο ολόκληρα χρόνια. Μπορεί να μην του γλίτωσα στο τέλος, αλλά τον δυσκόλεψα τον κερατά! Άσε που ακόμη, επαναλαμβάνω, δεν ξέρουμε 100%. Θα δείξει, υπομονή!

Ες αύριον λοιπόν η συνέχεια. Μείνετε συντονισμένοι!