Ο κύριος Τζόναθαν έστεκε όρθιος έξω από την πόρτα του Διευθυντή της Τράπεζας, με έκδηλη τη νευρικότητά του. Έριχνε το βάρος του μια στο ένα πόδι και μια στο άλλο, ενώ με σπαστικές, βεβιασμένες κινήσεις, προσπαθούσε να διορθώσει τη γραβάτα του, η οποία για κάποιο λόγο ξαφνικά του φαινόταν στραβοδεμένη. Ο Διευθυντής, ο κύριος Γιώργος Δημάκης, δεν ήταν καθόλου εύκολη περίπτωση ανθρώπου. Είχε μεταφερθεί ξαφνικά πριν δύο χρόνια από κάποιο μικρό, περιφερειακό υποκατάστημα, συνοδευόμενος από τη φήμη ενός υπέρ του δέοντος τυπικού στελέχους της Αναπτυξιακής Τράπεζας. Καθώς όμως δεν ήταν ντόπιος, σε αντίθεση με τους περισσότερους υπαλλήλους, ελάχιστα είχαν καταφέρει μάθει για εκείνον.
Έφτανε στην Τράπεζα πάντα πρώτος το πρωί. Το κουστούμι του, ήταν πάντα άψογο, η γραβάτα του, δεμένη τέλεια, αν και κάπως σφιτχτά, τα παπούτσια του, σαν να τα είχε πρωτοφορέσει εκείνο το πρωινό. Εννοείται, πάντα ξυρισμένος και φρεσκοκουρεμένος. Ήταν δεν ήταν 40 ετών, αλλά έδειχνε να κουβαλά τις γνώσεις δεκαετιών για τα τραπεζικά ζητήματα και ειδικά για τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες ενός Διευθυντή. Αν και ήταν πάντα ευγενικός και τυπικός εξίσου με υπαλλήλους και πελάτες, ήταν φανερό σε όλους ότι επιθυμούσε να κρατά τις αποστάσεις του και να διατηρεί την ιδιωτικότητά του. Καθώς μάλιστα κανείς δεν είχε την παραμικρή ιδέα που ακριβώς ζούσε ενώ σπάνια εμφανιζόταν στους δρόμους της μικρής πόλης, πόσω μάλλον στα καφενεία και τα στέκια των υπαλλήλων, εκείνοι αστειευόμενοι έλεγαν ότι μπορεί να κοιμόταν μέσα στο γραφείο του. Πράγματι κάποιες φορές τη νύχτα, ακόμη και Σάββατα, και παρά τα κατεβασμένα ρολά του υποκαταστήματος, διακρινόταν ένα αχνό φως μέσα από το γραφείο του.
Εκείνο το πρωινό, ο Τζόναθαν ήθελε, ή μάλλον έπρεπε, να δει τον κύριο Δημάκη κι αυτό δεν τον χαροποιούσε καθόλου. Το μυαλό του είχε γίνει ένας μύλος από σκέψεις και προτάσεις για το πως θα κατάφερνε να του πει αυτό που ήθελε, ενώ το γεγονός ότι δεν υπήρχε ένας καθρέφτης διαθέσιμος για να φτιάξει την γραβάτα του, τον έκανε να εκνευρίζετε ακόμη περισσότερο. Κάποια στιγμή, και αφού είχε κάνει άπειρες μετατοπίσεις βάρους και προσπάθειες ισιώματος της γκρι γραβάτας του, συγκέντρωσε όλο το θάρρος που είχε και χτύπησε διακριτικά την πόρτα. Στο «εμπρός», την άνοιξε σιγά-σιγά και ανήγγειλε τον εαυτό του.
«Κύριε Διευθυντά, συγγνώμη που σας ενοχλώ αλλά… πρέπει να σας μιλήσω για κάτι. Είναι σοβαρό».
Με ένα νεύμα, ο κύριος Δημάκης τον προσκάλεσε στο γραφείο του και του έδειξε την καρέκλα που βρισκόταν μπροστά του, δίχως να αρθρώσει ούτε μια λέξη.
«Αφορά εκείνον τον… αφερέγγυο δανειολήπτη που είχατε την αφέλεια να εμπιστευτείτε μήπως, κύριε Τζόναθαν;» ρώτησε βλοσυρά ο Διευθυντής.
«Όχι, όχι, είναι κάτι άλλο…» ψέλλισε ο κύριος Τζόναθαν.
«Έχει να κάνει μήπως με εκείνη τη δόση που καταχωρήσατε ως «εμπρόθεσμα πληρωθείσα» ενώ γνωρίζατε πολύ καλά ότι έλειπαν τρία ευρώ από την πελάτισσά μας; Σας είπα ότι από τη στιγμή που προσθέσατε στο ταμείο της Τράπεζας τα χρήματα από την δική σας τσέπη, μου είναι αδιάφορο το ότι η εν λόγω κυρία δεν επέστρεψε ποτέ για να σας δώσει τα οφειλόμενα…», συνέχισε ακάθεκτος ο κύριος Δημάκης.
«Όχι, ούτε αυτό είναι…», ψέλλισε και πάλι ο φανερά πλέον ιδρωμένος υπάλληλος, καταριώντας την ώρα και τη στιγμή που μια αδέξια κίνησή του τον ανάγκασε να πρέπει να συναντηθεί πρόσωπο με πρόσωπο με τον Διευθυντή του.
«Να, ξέρετε, θα θυμόσαστε νομίζω, που σας είχα πει ότι το ροδάκι της καρέκλας του γραφείου μου έχει σπάσει… Σήμερα, τώρα το πρωί δηλαδή, όχι πολύ πριν, έσκυψα να πιάσω το στυλό μου που έπεσε στο πάτωμα και… το ροδάκι έσπασε εντελώς. Από την κίνηση όμως που έκανα, να, κάπως έγινε και χωρίς να φταίω, σκίστηκε η μοκέτα… Λιγάκι δηλαδή, μια τρυπούλα τόση δα έγινε, δεν το βλέπει και κανένας άλλωστε εκεί…», είπε ο κύριος Τζόναθαν, με την καρδιά του να χτυπά τόσο δυνατά που νόμιζε ότι θα άφηνε εκεί μέσα την τελευταία του πνοή.
Ο κύριος Δημάκης δεν μίλησε αμέσως αλλά το πρόσωπό του σκοτείνιασε και ο εκνευρισμός του ήταν ολοφάνερος.
«Καταστροφή τραπεζικής περιουσίας δηλαδή σα να λέμε, και μάλιστα γιατί; Για ένα στυλό, ένα φτηνό πλαστικό στυλό», ξέσπασε μετά από μερικά δευτερόλεπτα που αναμφίβολα στον ατυχή τραπεζουπάλληλο είχαν φανεί αιώνες.
«Ε όχι, ήταν το Parker μου», είπε ο κύριος Τζόναθαν, προσπαθώντας να ανακτήσει λίγο από τον έλεγχο της αντιπαράθεσης, με τον Διευθυντή όμως να του ρίχνει ένα βλέμμα που τον διαπέρασε σαν πυρακτωμένο σίδερο.
«Και τι θέλετε τώρα κύριε Τζόναθαν δηλαδή; Καινούρια καρέκλα ή καινούρια μοκέτα στο γραφείο σας; Ή μήπως και τα δύο;» απάντησε ειρωνικά ο κύριος Δημάκης, συνεχίζοντας:
«Κανονικά, θα έπρεπε να προβλέπετε από τον Κανονισμό Λειτουργίας ότι σε περίπτωση που εξαιτίας αμέλειας ή υπαιτιότητας υπαλλήλου προκαλείται υλική ζημιά εναντίον της Αναπτυξιακής Τράπεζας, το κόστος αποκατάστασης των ζημιών θα επιβαρύνει τον υπαίτιο, ενώ θα γίνεται και σχετική σημείωση στον φάκελό του. Δυστυχώς φοβάμαι ότι κάποιοι δεν προνόησαν για τέτοιες καταστάσεις».
Ο κύριος Τζόναθαν είχε αρχίσει πλέον πραγματικά να τρέμει. Ένας συνδυασμός αισθημάτων θυμού και αδικίας κινδύνευε να τον φέρει εκτός εαυτού. Η αυστηρή απάντηση του κυρίου Δημάκη όμως, τον έκανε να πεταχτεί σας ελατήριο από τη θέση του:
«Επιστρέψτε αμέσως στο πόστο σας κύριε Τζόναθαν και θα μεριμνήσω εγώ για την επίλυση των προβλημάτων που έχετε προκαλέσει. Άλλωστε, για το λόγο αυτό είμαι ο Διευθυντής του υποκαταστήματος. Έχοντας αποδείξει την αξία μου σε ένα μικρότερο υποκατάστημα, η Τράπεζά μας με εμπιστεύτηκε και με έφερε εδώ, για να βάλω μια σειρά, όπως έπρεπε…».
Ο κύριος Τζόναθαν αναχώρησε φανερά ανακουφισμένος, έως και ευτυχής που δεν θα χρειαζόταν να αφαιρεθεί από το μισθό του το κόστος αντικατάστασης της καρέκλας και της μοκέτας του μικρού του γραφείου.
Την επόμενη ημέρα, όλα έδειχναν εντάξει, σαν να μην είχε συμβεί το παραμικρό την προηγούμενη ημέρα. Αρκούσε όμως μια πιο προσεκτική ματιά και κάποια ίχνη παρέμβασης διακρίνονταν, το ίδιο αμυδρά όπως και το φως τα βράδια στο γραφείο του κυρίου Δημάκη. Ο βραχίονας της καρέκλας στην άκρη του οποίοι βρισκόταν το ροδάκι, είχε συγκολληθεί διακριτικά, με τρόπο που αυτό δε φαινόταν με μια απλή παρατήρηση. Ο κύριος Τζόναθαν όμως, που γνώριζε πολύ καλά την καρέκλα του αφού καθόταν σε αυτή επί 12 συναπτά έτη, διέκρινε στο κάτω μέρος ένα μικρό μεταλλικό έλασμα που είχε χρησιμοποιηθεί για να κρατά ενωμένα τα δύο τμήματα. Όσο για τη μοκέτα, αυτή είχε απλά περιστραφεί κατά 90 μοίρες, ώστε το σκίσιμο να βρίσκετε πλέον κάτω από τη ραφιέρα, μακριά από κάθε αδιάκριτο βλέμμα. Μπορεί να τους χώριζε ένας όροφος και τουλάχιστον δύο πόρτες, όμως τόσο ο κύριος Τζόναθαν όσο και ο κύριος Δημάκης μοιράζονταν σχεδόν το ίδιο χαμόγελο και την ίδια αίσθηση ικανοποίησης.
Μάλιστα, για τον κύριο Δημάκη η ικανοποίηση αυτή θα γινόταν πολύ σύντομα ακόμη μεγαλύτερη, αφού μέσω του επίσημου εταιρικού πληροφοριακού συστήματος επικοινωνίας της Αναπτυξιακής Τράπεζας, είχε λάβει μια ειδοποίηση με την οποία τον προσκαλούσε στο γραφείο του ο Περιφερειακός Διευθυντής. Ο κύριος Δημάκης, ποτέ δεν έκρυψε την πρόθεσή του να καταλάβει αυτή τη θέση, ειδικά από τη στιγμή που είχε μάθει ότι ο κύριος Καβαλιεράτος, ετοιμαζόταν για συνταξιοδότηση.
Πίστευε ακράδαντα ότι, αν και σχετικά νέος για τα δεδομένα του χώρου, είχε κάθε προσόν για να καταλάβει αυτή τη θέση. Είχε τελειώσει με άριστα τη σχολή του, είχε προσληφθεί στην Αναπτυξιακή Τράπεζα χρησιμοποιώντας τις γνωριμίες του πατέρα του, ενώ με κάθε ευκαιρία στήριζε τα συμφέροντα του ιδρύματος. Ως απλός υπάλληλος τα πρώτα χρόνια, εξυπηρετούσε με περισσή ευγένεια τους πελάτες, δίχως ποτέ να υποπέσει στο σφάλμα της ανάπτυξης ιδιαίτερα φιλικών σχέσεων μαζί τους που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε λανθασμένες αποφάσεις κατά τη διαδικασία χρέωσης υπηρεσιών ή ακόμη χειρότερα, εκχώρησης δανείων, σφάλματα τα οποία διέκρινε καθημερινά σε συναδέλφους γύρω του. Ως διευθυντής ενός μικρότερου καταστήματος αργότερα, είχα καταφέρει να αντιμετωπίσει με επιτυχία μια απεργία των τραπεζοϋπαλλήλων, όταν μόνος του κράτησε το κατάστημα ανοικτό ενώ εξυπηρετούσε ακόμα και απογεύματα μέσω των ηλεκτρονικών υπηρεσιών της Τράπεζας όσους πελάτες δεν προλάβαινε το πρωί. Τώρα όμως, τώρα, είχε να περηφανεύεται για τη μεγαλύτερη επιτυχία της καριέρας του, ότι στα δύο χρόνια που βρισκόταν στο συγκεκριμένο κατάστημα ως Διευθυντής, δεν είχε δαπανηθεί ούτε ένα ευρώ από τα χρήματα της Τράπεζας για αντικατάσταση ή έστω συντήρηση υλικοτεχνικού εξοπλισμού.
Κάθε μηχάνημα, υπολογιστής και αριθμομηχανή, ακόμη και τα ρολόγια στους τοίχους ή τα εκδοτήρια αριθμών προτεραιότητας, συντηρούταν τακτικά και επιμελώς από τον ίδιο, ακόμη κι αν χρειαζόταν να έρθει μόνος του το απόγευμα ή το Σάββατο για να μπορέσει να εργαστεί ανενόχλητα. Εξάλλου, δεν υπήρχε κανένας λόγος να γνωρίζουν οι υπάλληλοι της Τράπεζας τι κάνει ένας Διευθυντής. Κάθε συσκευή που διέθετε μηχανισμούς, ροδάκια, ιμάντες και γρανάζια, λιπαίνονταν τακτικά και επαρκώς. Τα ροδάκια στους εκτυπωτές και τα φωτοτυπικά, καθαρίζονταν σχολαστικά από σκόνες και χνούδια. Το μελάνι από τη θεόσταλτη συσκευή που εκτύπωνε κατά σειρά τους αριθμούς εξυπηρέτησης, αφαιρούνταν και καθαρίζονταν οι επαφές του. Τα καλώδια από τα τηλέφωνα ξεμπλέκονταν ώστε να μην κοπούν. Στο modem-router, γινόταν επανεκκίνηση καθημερινά. Ακόμη και οι βίδες σε καρέκλες, συρταριέρες και λοιπά έπιπλα περνούσαν από έλεγχο και σφίγγονταν με τα κατάλληλα κατσαβίδια, τύπου Philips, στραβοκατσάβιδα ή Allen που φυλούσε στο τελευταίο συρτάρι του γραφείου του. Όλα γινόταν με σύστημα και μελέτη, ενώ σε ένα φύλλο excel που για λόγους ασφαλείας αποθήκευε μόνο στο φλασάκι του, κατέγραφε μεθοδικά κάθε σχετική ενέργειά του. Ήταν ζήτημα χρόνου πριν κάποιος από τα κεντρικά της Τράπεζας προσέξει το αποτέλεσμα αυτής της πρωτοβουλίας του.
Με το φλασάκι στην τσέπη του σακακιού του και τα στήθη του φουσκωμένα, αναχώρησε την επόμενη το πρωί για τα γραφεία του Περιφερειακού Διευθυντή, οδηγώντας το προσωπικό του ΙΧ. Είχε αφήσει στο πόδι του τον κύριο Μαρκόπουλο, τον υποδιευθυντή του υποκαταστήματος, στον οποίο δεν είχε και ιδιαίτερη εμπιστοσύνη, και για το λόγο αυτό σκόπευε, το ίδιο απόγευμα μάλιστα, να πραγματοποιήσει πρόσθετο και προσεκτικό έλεγχο σε όλα τα μηχανήματα της Τράπεζας.
Φτάνοντας στα Περιφερειακά Γραφεία της Αναπτυξιακής Τράπεζας, πάρκαρε το αμάξι του στο πάρκινγκ των επισκεπτών, μπήκε στο κτίριο από την κεντρική είσοδο και ενημέρωσε τον φύλακα για το ποιος είναι. Βαριεστημένα, ο φύλακας του έδειξε τις σκάλες για τον επάνω όροφο, με τον κύριο Δημάκη να σημειώνει στο μυαλό ότι θα πρέπει να κάνει τις σχετικές συστάσεις ορθής συμπεριφοράς στον συγκεκριμένο φύλακα αμέσως μόλις αναλάβει Περιφερειακός Διευθυντής. Ανέβηκε τις σκάλες και κατευθύνθηκε προς το γραφείο του κυρίου Καβαλειράτου. Άνοιξε την πόρτα και ενημέρωσε την γραμματέα του για το ποιος είναι.
«Α μάλιστα, το ραντεβού των 10:00», αναφώνησε εκείνη, ενημερώνοντας αμέσως τον κύριο Καβαλιεράτο μέσω του συστήματος ενδοεπικοινωνίας.
«Περάστε, σας περιμένουν», είπε απευθυνόμενη με χαμόγελο στον κύριο Δημάκη.
«Νομίζω αυτή θα την κρατήσω και για δική μου γραμματέα», σκέφθηκε ο κύριος Δημάκης, ενώ άνοιγε την πόρτα του γραφείου του Περιφερειακού Διευθυντή. Μπήκε μέσα δείχνοντας όσο πιο σοβαρός και ευθυτενής μπορούσε, αν και διακατέχονταν έντονα από την επιθυμία να ξεσπάσει σε ιαχές χαράς.
«Σας περιμένουν, θα έχει έρθει προφανώς και κάποιος από τα κεντρικά για να με συγχαρεί. Δεν δίνονται έτσι ο προαγωγές», σκέφτονταν ενώ εισέρχονταν στο γραφείο.
«Ελάτε κύριε Δημάκη, σας περιμέναμε», είπε ο κύριος Καβαλιεράτος, ενώ σύστησε τον κύριο που βρισκόταν δίπλα του.
«Ο κύριος Μιχαλάτος, είναι από το τμήμα Ανθρωπίνου Δυναμικού της Τράπεζάς μας».
«Ε μα τώρα είναι βέβαιο», είπε από μέσα του ο κύριος Δημάκης, «η προαγωγή μου είναι βέβαιη!».
«Κύριε Δημάκη, επιτρέψτε μου να σας πω τον λόγο για τον οποίο σας καλέσαμε εδώ σήμερα», είπε ο χωρίς περιστροφές κύριος Καβαλιεράτος.
«Ξέρετε, η Τράπεζά μας είναι μια από τις μεγαλύτερες στην Ελλλάδα».
«Είμαστε η τρίτη μεγαλύτερη Τράπεζα στην Ελλάδα», συμπλήρωσε ο κύριος Μιχαλάτος.
«Δεν φτάσαμε ως εδώ τυχαία. Καθόλου τυχαία», συνέχισε απτόητος ο κύριος Καβαλιεράτος».
«Όπως υποθέτω ότι γνωρίζετε, το επάγγελμα του τραπεζικού απαιτεί όχι μόνο προσεκτική εξέταση της παραμικρής λεπτομέρειας, αλλά και φοβερή ακρίβεια κινήσεων».
«Ωσάν ένα χορευτής των Μπολσόι», πετάχτηκε και πάλι ο κύριος Μιχαλάτος.
«Η Αναπτυξιακή Τράπεζα, χρησιμοποιεί συστήματα που οι άλλες Τράπεζες ούτε καν ονειρεύονται. Είμαστε μια εταιρεία πρότυπο για ολόκληρη την Ελλάδα, τον κόσμο τολμώ να πω»! είπε με περισσό στόμφο ο κύριος Καβαλιεράτος.
«Καταγράφουμε και αναλύουμε κυριολεκτικά τα πάντα. Καμία λεπτομέρεια δεν είναι ασήμαντη. Στη συνέχεια, αξιολογούμε τα αποτελέσματα και με τρόπο επιστημονικό εξάγουμε τα συμπεράσματά μας. Τέλος, με βάση αυτά, λαμβάνουμε τις αποφάσεις μας. Δεν υπάρχει χώρος για συναισθηματισμούς, ούτε για ανθρώπινα λάθη. Είμαστε μια καλοκουρδισμένη μηχανή παραγωγής χρήματος», συνέχισε ο κύριος Καβαλιεράτος, με τον κύριο Μιχαλάτο να προσθέτει:
«Και σύντομα, θα είμαστε η δεύτερη μεγαλύτερη Τράπεζα στην Ελλάδα»!
Ο κύριος Δημάκης, ήταν έτοιμος να κλάψει από συγκίνηση. Αισθανόταν ότι είχε δίπλα του μια αδελφή ψυχή. Έναν άνθρωπο που τον αισθανόταν όσο κανείς άλλος. Εάν δεν χαιρόταν που σύντομα θα έπαιρνε τη θέση του, θα μπορούσε ακόμη και να λυπηθεί που ο δυστυχής κύριος Καβαλιεράτος θα έπρεπε να αφήσει πίσω του ένα τόσο συναρπαστικό εργασιακό περιβάλλον και να συνταξιοδοτηθεί.
«Φυσικά, μεταξύ όλων όσων καταγράφουμε και αξιολογούμε, είναι και το προσωπικό μας…», είπε ο κύριος Καβαλιεράτος.
Ρίγη συγκίνησης διαπέρασε τον κύριο Δημάκη. Ένιωθε ότι ήθελε να σηκωθεί και να φιλήσει τον κύριο Καβαλιεράτο. Αλλά φυσικά δεν θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο. Ένας Διευθυντής, ειδικά ένας Περιφερειακός Διευθυντής, δεν μπορεί να ενδίδει σε συναισθηματισμούς. Μόλις το είχε αναφέρει εξάλλου ο σχεδόν προκάτοχός του.
«Έτσι λοιπόν καταγράφουμε, μεταξύ πλείστων άλλων παραμέτρων, τα λειτουργικά έξοδα του κάθε υποκαταστήματός μας, διακρίνοντας φυσικά τα ανελαστικά έξοδα από τα υπόλοιπα, τα οποία κατηγοριοποιούμε. Σαφώς, θα γνωρίζετε την καμπύλη της κανονικής κατανομής κύριε Δημάκη, που μοιάζει με μια καμπάνα…»
«Ή ένα κουδουνάκι», πρόσθεσε ο κύριος Μιχαλάτος.
Ο κύριος Δημάκης δεν ήξερε σε ποιον να από τους δύο γνέψει θετικά ή ποιον να αρπάξει και να φιλήσει, αφού ήταν σαφέστατο σε εκείνον το νόημα της πρωινής τους συνάντησης.
«Το δικό σας κουδουνάκι, ε… με συγχωρείτε, η δική σας καμπύλη κύριε Δημάκη, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον», είπε ο κύριος Καβαλάτος, κοιτάζοντας θυμωμένα τον κύριο Μιχαλάτο, ο οποίος παντελώς απτόητος πρόσθεσε:
«Είσαστε οριακός κύριε Δημάκη, εξαιρετικά οριακός»!
«Σταθμίζουμε φυσικά πολλούς παράγοντες, όπως ο αριθμός του προσωπικού, το μέγεθος του καταστήματος, ο αριθμός των πελατών που εξυπηρετούνται και άλλες, πολλές παραμέτρους, και βλέπουμε, αυτονόητα θεωρώ, ότι με μαθηματική ακρίβεια, ο μέσος όρος των εξόδων συντήρησης και αντικατάστασής εξοπλισμού, ακολουθεί μια κανονική κατανομή, παρουσιάζοντας αυτό το ιδιόμορφο σχήμα…»
«Μιας καμπανίτσας», πετάχτηκε ο υπεύθυνος του τμήματος ανθρωπίνου δυναμικού της Τράπεζας, μην επιτρέποντας στον κύριο Περιφερειακό Διευθυντή να ολοκληρώσει την πρότασή του.
«…Μιας καμπύλης με τις περισσότερες καταγραφές να βρίσκονται γύρω από μια μέση τιμή Χ, την οποία φυσικά, για ευνόητους λόγους, δεν μπορώ να σας αποκαλύψω», ολοκλήρωσε επιτέλους την πρότασή του ο κύριος Καβαλιεράτος, κοιτάζοντας έντονα για άλλη μια φορά τον κύριο Μιχαλάτο, σε περίπτωση που ήθελε να συμπληρώσει κάτι ακόμη.
«Βεβαίως, βεβαίως, τα γνωρίζω όλα αυτά από το Πανεπιστήμιο…», πρόλαβε να πει περιχαρής ο θεωρών εαυτόν έως πρόσφατα διευθυντή του υποκαταστήματος, πριν τον διακόψει ο κύριος Καβαλιεράτος λέγοντας:
«Δεν είμαστε φυσικά τίποτα απρόσωπα μεγαλοστελέχη…» με τον κύριο Μιχαλάτο να πετιέται για να προσθέσει με περηφάνεια:
«Πέρυσι βραβευτήκαμε ως ο 7ος καλύτερος εργοδότης στην Ελλάδα».
Κοιτάζοντας ακόμη πιο άγρια αυτή τη φορά τον κύριο Μιχαλάτο και ανεβάζοντας τον τόνο της φωνής του, ο κύριος Καβαλιεράτος συνέχισε το λογύδριό του:
«Η δική σας τιμή όμως, όπως προείπαμε, είναι οριακή. Μηδέν για την ακρίβεια. Υπάρχουν και κάποιες άλλες τιμές, τιμές οι οποίες ξεφεύγουν κατά πολύ από τον μέσο όρο. Ένας συνάδελφός σας μάλιστα, αγγίζει το 2Χ! Κανονικά, όπως μπορείτε να υποθέσετε, εκείνοι που βρίσκονται κοντά στον μέσο όρο, δεν μας απασχολούν ιδιαίτερα. Εκείνοι όμως που ξεφεύγουν από αυτόν, τραβούν την προσοχή μας».
«Ο κύριος 2Χ για παράδειγμα, επιτρέψτε μου να τον αποκαλώ έτσι, καθώς δεν μπορώ να σας πω το όνομά του, για ευνόητους λόγους, δαπάνησε μεγάλα ποσά για να συντηρήσει τους καταγραφείς χρημάτων του υποκαταστήματός του, γλιτώνοντας έτσι την Τράπεζα από πολύ πιθανά λάθη που ενδεχομένως να μας ζημίωναν σημαντικά. Παράλληλα, προμηθεύτηκε άνετους καναπέδες για να κάθονται οι πελάτες μας ενόσω περιμένουν, κάνοντας έτσι μια επίσκεψη στο τραπεζικό του υποκατάστημα ακόμη περισσότερο άνετη για εκείνους. Δεν ξέρω αν πρέπει να σας το πω, αλλά τα μέτρα του κυρίου 2Χ επέτυχαν».
«Διπλασίασε την κερδοφορία του υποκαταστήματος»! πετάχτηκε για άλλη μια φορά ο κύριος Μιχαλάτος, ο οποίος προφανώς δεν μπορούσε να συγκρατήσει με τίποτα τον ενθουσιασμό του.
«Αντιθέτως, η δική σας κερδοφορία κύριε Δημάκη, έχει μειωθεί δραματικά από την ώρα που αναλάβατε τη θέση του Διευθυντή του υποκαταστήματός σας. Δραματικά», συνέχισε ο κύριος Καβαλιεράτος.
Ο Γιώργος Δημάκης, εδώ και λίγη ώρα είχε ουσιαστικά παύσει να ακούει τι του λένε, αφού στο μυαλό του στριφογύριζαν ιδέες για το πως θα μπορούσε να πραγματοποιήσει εξοικονόμηση χρημάτων στα Περιφερειακά Γραφεία. Η λέξη «δραματικά» όμως του χτύπησε κάπως… έντονα και άσχημα στα αυτιά κι επέστρεψε την προσοχή του στον κύριο Καβαλιεράτο.
«Δηλαδή θέλετε να πείτε…», ήταν το μόνο που πρόλαβε να αρθρώσει πριν τον διακόψει ο Περιφερειακός Διευθυντής.
«Ακριβώς κύριε Δημάκη, θέλω να πω ότι δεν ενεργείτε με γνώμονα το συμφέρον της Τράπεζάς μας. Ζούμε στην εποχή της εικόνας, των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, των γρήγορων αποφάσεων. Ο τρόπος με τον οποίο διοικείτε το υποκατάστημά σας, καταδεικνύει σε εμάς ότι δεν καταβάλετε καμία προσπάθεια για τη βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών. Είστε δύο χρόνια εκεί και δεν έχετε αγοράσει ούτε ένα βάζο!», είπε ο κύριος Καβαλάτος, αυτή τη φορά κοιτάζοντας τον κύριο Μιχαλάτο περιμένοντας να καταθέσει κι εκείνος την άποψή του επί του θέματος.
Λες και αυτό ήταν το έναυσμα που πάντα περίμενε στη ζωή του, ο κύριος Μιχαλάτος ξεκίνησε το δικό του λογύδριο, δανειζόμενος λέξεις και φράσεις από όσα είχαν ήδη ειπωθεί, επιχειρώντας μια δική του περίληψη:
«Έχετε ένα οριακό κουδουνάκι κύριε Δημάκη, δεν θέλουμε τέτοια πράγματα στην Τράπεζά μας. Αν δεν μεριμνούμε για τις ανάγκες των υπαλλήλων μας εμείς, ποιος θα το κάνει; Αν δεν κοιτάζουμε την εξυπηρέτηση των πελατών μας, αυτοί θα φύγουν και θα πάνε σε άλλες Τράπεζες! Είστε πολύ οριακός, πρακτικά στο μηδέν, πολύ έξω από την καμπύλη, σχεδόν μια υποσημείωση στο γράφημα…»
«Όπως καταλαβαίνετε κύριε Δημάκη, η συνεργασία σας με την Αναπτυξιακή Τράπεζα δεν μπορεί να συνεχιστεί περεταίρω. Παρακαλείσθε να εγκαταλείψετε τη θέση σας έως το τέλος της εβδομάδας. Από Δευτέρα αναλαμβάνει νέος διευθυντής στο υποκατάστημα. Ο κύριος Τζόναθαν, δεν βλέπω το λόγο να μην σας ενημερώσω σχετικά, άλλωστε η Τράπεζάς μας φημίζεται για τη διαφάνειά της…»
«Είμαστε διαφανείς σαν καθαρό νερό», πετάχτηκε για άλλη μια τελευταία φορά ο κύριος Μιχαλάτος.
Ο κύριος Δημάκης σηκώθηκε από τη θέση του και αποχώρησε σχεδόν αποσβολωμένος. Πέρασε μπροστά από τη συμπαθή γραμματέα δίχως να την χαιρετίσει και κατέβηκε τις σκάλες κατευθυνόμενος προς την έξοδο και το πάρκινγκ. Όσο κι αν προσπαθούσε, δεν μπορούσε να κατανοήσει το πως η καμπανίτσα του, του είχε παίξει ένα τόσο άσχημο παιχνίδι.