17 Μαΐου 2020

«Εγώ πάντως Αποστόλη μόνο δυο κράτη αναγνωρίζω: Τη Γερμανία και το Αγρίνιο»!

Πρέπει να ήταν το 1992, όταν περνούσα ένα ακόμη παιδικό καλοκαίρι με την οικογένειά μου στη Λευκάδα. Προφανώς ελλείψει σοβαρότερων προβλημάτων, το «μακεδονικό» είχε αναδειχθεί σε μείζον θέμα συζήτησης που απασχολούσε το δημόσιο διάλογο. Πέρα από τα συλλαλητήρια και το ερώτημα για το εάν οι γείτονές μας είχαν δικαίωμα στο όνομα ή όχι, τότε μας απασχολούσε ένα ακόμη ζήτημα, το πόσα και ποια κράτη θα τους αναγνώριζαν με το όνομα «Μακεδονία».

Επάνω σε μια τέτοια κουβέντα λοιπόν, που ήμουν πολύ μικρός για να αντιληφθώ στο ακέραιό της, Λευκαδίτης οικογενειακός μας φίλος που ασχολούνταν με τον τουρισμό και ιδιαίτερα γνωστός για τον αλέγκρο χαρακτήρα του, εκστόμισε με χιούμορ την παραπάνω φράση, συνομιλώντας με τον πατέρα μου. Το σκεπτικό του, πάρα πολύ απλό: Η Λευκάδα τότε ζούσε χάρη στους Γερμανούς και Αγρινιώτες τουρίστες.

Πράγματι, από τις αρχές της δεκαετίες του 1980, η Λευκάδα είχε αρχίσει να μετατρέπεται σε προσφιλή προορισμό για τους Αγρινιώτες και όχι μόνο. Κάτι η άνοδος του βιοτικού επιπέδου που άρχισε να επιτρέπει τις καλοκαιρινές διακοπές σε όλο και περισσότερους, κάτι η αύξηση του αριθμού των ΙΧ αυτοκινήτων σε συνδυασμό με την κοντινή απόσταση από το μεγαλύτερο αστικό κέντρο της περιοχής, έφερναν όλο και περισσότερους Αγρινιώτες στο νησί του Ιονίου. Μαζί και πολλοί Γερμανοί οι οποίοι ταξίδευαν χιλιάδες χιλιόμετρα με τις καραβάνες τους για να απολαύσουν τις ομορφιές της Λευκάδας, την οποία, άγνωστο σε εμένα το πως, είχαν επίσης ανακαλύψει. Φήμες μάλιστα έκαναν λόγο όχι μόνο για αγορά πλήθους ακινήτων εκ μέρους τους, αλλά ακόμη και για αγορά ολόκληρου εγκαταλελειμμένου χωριού.

Οι υποδομές, όπως μπορεί να υποθέσει κανείς, πρακτικά ανύπαρκτες. Η σύνδεση με το νησί γινόταν με μια μαούνα που λειτουργούσε ως πλωτή γέφυρα και με μια αλυσίδα μετακινούνταν αργά πέρα-δώθε μεταξύ Αιτωλοακαρνανίας και Λευκάδας, μεταφέροντας λίγα αυτοκίνητα κάθε φορά. Οι δρόμοι, στενοί χωματόδρομοι ως επί το πλείστον κι επικίνδυνοι, ειδικά για τα μηχανάκια τα οποία ενοικιάζαμε πολλές φορές για τις μετακινήσεις μας. Οργανωμένες δομές φιλοξενίας υπήρχαν ελάχιστες, και πως θα μπορούσαν άλλωστε, από τη στιγμή που μεγάλο τμήμα του νησιού δεν διέθετε καν ρεύμα ή ύδρευση.


Όλα αυτά όμως δεν μας ενοχλούσαν καθόλου. Ίσως μάλιστα εξαιτίας τους, ίσως εξαιτίας ιδεολογίας ή ακόμη και ανάγκης, είχαμε επιλέξει έναν διαφορετικό τρόπο παραθερισμού. Κατασκήνωση σε παραλίες και κάτω από πεύκα, ύπνος σε sleeping bags, ένα ψυγείο από φελιζόλ με πάγο για κρύο νερό και τα απαραίτητα, μια ντοματοσαλάτα ή ένα πρόχειρο γεύμα στο γκαζάκι για φαγητό, πλύσιμο με «φούσκα» γεμάτη με γλυκό νερό από κάποια δημόσια βρύση, ψάθα ομπρέλα και γυμνισμός. Που και που, μια βόλτα στην πόλη της Λευκάδας ή κάποιο χωριό για σουβλάκια και παγωτό, έτσι, για αλλαγή.

Μας αρκούσε που μπορούσαμε να απολαμβάνουμε τα γαλάζια νερά του Ιονίου και την κίτρινη άμμο, τον καυτό ήλιο και τις δροσερές σκιές των δέντρων, τον ουρανό στολισμένο με όλα του τα άστρα κάθε βράδυ. Διακοπές πραγματικές, μακριά από τις σκέψεις του σχολείου και της καθημερινότητας, χωρίς άγχος για την επόμενη μέρα, χωρίς τηλέφωνο, ηλεκτρισμό και πολιτισμό, απλά και όμορφα. Εκεί, έμαθα να κολυμπάω κι έζησα παιδικές περιπέτειες, έκανα φιλίες, γνώρισα έρωτες, απέκτησα αναμνήσεις που θα με συντροφεύουν σε όλη μου τη ζωή.

Δεν είμασταν βέβαια οι μοναδικοί που σκεφτόμασταν έτσι, γιατί οι παραλίες της Λευκάδας έγιναν τόπος συνάντησης με ανθρώπους όχι μόνο από το Αγρίνιο και τη Γερμανία, αλλά απ’ όλη την Ελλάδα και την Ευρώπη. Ως παιδί, ήξερα ότι κάθε καλοκαίρι όχι μόνο θα βρω εκεί τους φίλους μου και θα παίξουμε μαζί στη θάλασσα και στην αμμουδιά, αλλά θα γνωρίσω κι ακόμη περισσότερους, Αγρινιώτες και Βολιώτες, Γερμανούς και Ιταλούς, αφού οι καλοκαιρινοί επισκέπτες του νησιού όλο και αυξάνονταν. 

Κάπου εκεί όμως άρχισαν και τα πρώτα «προβλήματα». Τα ελεύθερα κάμπινγκ ξεκίνησαν όλο και πιο συχνά να δέχονται τις επισκέψεις της αστυνομίας. Εκείνοι που παλιότερα πρόσχαρα μας προμήθευαν το απαραίτητα, μετέτρεψαν τα μπακάλικά τους σε super market. Κάποιοι, δίπλα στα ταβερνάκια τους έχτισαν «Rooms to let with toilet». Οι ελεύθεροι κατασκηνωτές ξαφνικά ρύπαιναν το περιβάλλον. Οι φωτιές που άναβαν τα βράδια στην παραλία θα μπορούσαν να κάψουν το δάσος. Τα αντίσκηνα πλέον καταπατούσαν τον δημόσιο χώρο. Αυτά είναι παράνομα πράγματα όταν τα κάνουν οι «ξένοι», αποτελούν «ανάπτυξη» όμως όταν τα πράττουν οι ντόπιοι με πρόσχημα τον τουρισμό.

Η κατασκευή της καινούριας πλωτής γέφυρας έκανε το νησί ακόμη περισσότερο προσβάσιμο. Οι νέοι δρόμοι έφεραν ακόμη περισσότερους τουρίστες. Η Λευκάδα άρχισε να «αναγνωρίζει κι άλλα κράτη», όπως τους Βαλκάνιους γείτονές μας, «αναγνωρίζοντάς» φυσικά και τους Βορειομακεδόνες, έστω με σχετική καθυστέρηση. Οι τουριστικές υποδομές αυξήθηκαν ραγδαία, το ίδιο και οι τιμές. Το νησί τσιμεντώθηκε από άκρη σε άκρη. Η Λευκάδα άρχισε σιγά-σιγά να γίνεται όλο και λιγότερο το «καλοκαιρινό προάστιο» του Αγρινίου και να μετατρέπεται σε ένα κοσμοπολίτικο νησί. Το διέκρινες πλέον ανοικτά και στη συμπεριφορά των ντόπιων όταν σε ρωτούσαν από που είσαι και τους έλεγες «από το Αγρίνιο». Τα ξινισμένα μούτρα ήταν μια συνήθης απάντηση.

Παρ’ όλα αυτά, η αγάπη της οικογένειάς μου κι εμένα για τη Λευκάδα δε μειώθηκε, πως θα μπορούσε άλλωστε, αν και τέτοιες συμπεριφορές με στενοχωρούσαν προσωπικά. Ακόμη κι όταν δεν καταφέρνω να περάσω εκεί όσο καιρό θέλω, δεν υπάρχει περίπτωση να μην επισκεφθώ κάθε καλοκαίρι τα Πευκούλια. Είναι η παραλία που πέρασα όλα τα παιδικά μου καλοκαίρια και πέρυσι κινδύνεψα να πνιγώ, το μέρος που αγαπήσαμε τόσο πολύ ώστε η αδελφή μου επέλεξε να κάνει εκεί το γάμο της. Πολλές φορές, έστω και μόνος, έστω και για λίγο, θα βρεθώ εκεί για μερικές στιγμές ηρεμίας και αναπόλησης. Όσοι με γνωρίζουν, ξέρουν πολύ καλά τη συνήθειά μου αυτή.


Η πρόσφατη συνομιλία του Σωτήρη Σκιαδαρέση, Προέδρου των Νησιωτικών Επιμελητηρίων Ελλάδος και Πρόεδρο του Επιμελητηρίου Λευκάδας στο Facebook, κατά την οποία λίγο-πολύ αποκάλεσε «γύφτους» τους «γείτονες» που πηγαίνουν για μπάνια στη Λευκάδα και δεν δαπανούν μεγάλα ποσά ενώ ταυτόχρονα αποτελούν και κίνδυνο για να εκδιωχθούν άλλοι, καλύτεροι πελάτες, δεν πρέπει να μας προκαλεί έκπληξη.

Όχι μόνο γιατί είναι κάτι που όσοι Αγρινιώτες, «γύφτοι» ή μη μετακινούνται στη Λευκάδα το έχουν εισπράξει ως συμπεριφορά εδώ και χρόνια, αλλά γιατί ο κ. Σκιαδαρέσης εκφράζει ακριβώς ό,τι είναι λάθος με την βιομηχανία του τουρισμού. Υπερανάπτυξη συγκεκριμένων περιοχών και αισχροκέρδεια που τους καθιστά απαγορευτικούς προορισμούς για τους ντόπιους, δημιουργία περιφερειακών ανισοτήτων, αποξένωση των λαϊκών στρωμάτων από τον ίδιο τους τον τόπο, στρεβλή αντίληψη των πραγματικών κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών για όσους έχουν γνωρίσει κι εθιστεί στον εύκολο πλουτισμό, εκμετάλλευση περιβάλλοντος και φύσης ως μέσων κερδοφορίας, καταστρατήγηση εργασιακών δικαιωμάτων.

Η «συγγνώμη» του κ. Σκιαδαρέση που ακολούθησε την γενική κατακραυγή δεν πρέπει να γίνει δεκτή, κατά τη γνώμη μου. Όχι επειδή δεν θα τη ζητούσε εάν δεν ακολουθούσε ακριβώς αυτή η κατακραυγή, ούτε γιατί ουσιαστικά δεν αναιρεί τα προλεγόμενά του, αλλά επειδή ο άνθρωπος είπε απλά την αλήθεια. Δεν είναι δυνατόν να ζητάς συγγνώμη επειδή είσαι ειλικρινής! Ο κ. Σκιαδαρέσης εξέφρασε, και μάλιστα ως δημόσιο πρόσωπο με θεσμικό ρόλο, αυτό το οποίο αισθάνεται στη Λευκάδα κάθε φαστφουντάς όταν του ζητάς δυο σουβλάκια και μια coca-cola αντί για τον κατάλογο επί δύο, κάθε ρεντρουμάς όταν του λες ότι αναζητάς ένα οικονομικό δωμάτιο για μια εβδομάδα και όχι σουίτα για ένα μήνα, κάθε μπαροκαφετζής όταν παραγγέλνεις ένα καφέ ή μια μπύρα, αντί να ανοίξεις σαμπάνιες και να κεράσεις το μαγαζί.

Αυτός είναι ο τουρισμός, πάρτε το χαμπάρι, κι εσείς και αυτοί που μας κυβερνούν που τον έχουν μετατρέψει σε βασικό πυλώνα της εθνικής οικονομίας. Κάποτε στο σχολείο γράφαμε εκθέσεις με θέμα «Θετικές και αρνητικές συνέπειες του τουρισμού», ας μην πέφτουμε από τα σύννεφα τώρα που κάποιος είπε τα πράγματα με το όνομά τους. Όλοι γνωρίζαμε. Επίσης, και για να κάνω μια σύνδεση με το μακρινό 1992 και το «μακεδονικό», ξέρουμε όλοι πως οι καιροί αλλάζουν. Αφήστε τα «εμπάργκο» και τα «εγώ δεν ξαναπάω Λευκάδα» που ακούω από χθες. Όχι μόνο γιατί τέτοιες εγωιστικές και αυτάρεσκες αντιδράσεις είναι αναποτελεσματικές, αλλά επειδή ξέρουμε πολύ καλά ότι στο τέλος θα κάνουμε πίσω, αποτελεί άλλωστε εθνική μας στρατηγική.

Στο παιχνίδι του τουρισμού υπάρχουν αυτοί που πληρώνουν, αυτοί που δουλεύουν κι αυτοί που εισπράττουν. Για τους τελευταίους, δεν έχει σημασία αν εσύ είσαι Αγρινιώτης, Γιαννιώτης ή Αρτινός. Όπως σε κάθε μπίζνα, «μετράς» μόνο αν μπορείς να καταναλώσεις.