*βασισμένο σε αληθινή ιστορία
Η μονοκατοικία στη Χατζοπούλου |
Η πρωινή
νωχελική διάθεση διακόπηκε από το ξαφνικό «ντριν» του κουδουνιού της εξώπορτας.
- «Άσε
Μαρία, θα πάω εγώ!», φώναξε η μαυροφορεμένη γιαγιά και σηκώθηκε να πάει να
ανοίξει την πόρτα.
Ένα
ευγενικός και γλυκομίλητος κύριος, ντυμένος με ένα σκούρο κουστούμι με ένα
κόκκινο γαρύφαλλο στο πέτο του, στεκόταν χαμογελαστός στην είσοδο.
- «Καλημέρα»,
είπε με ενθουσιασμό, «ήρθα να σας καλέσω στον γάμο!»
Η γιαγιά
μου τον κοίταξε με απορία, διακατεχόμενη από μια μικρή δυσπιστία.
«Κάποιος
συγγενής από το χωριό θα είναι», σκέφτηκε, «αλλά ποιος να είναι τώρα αυτός και
δεν τον θυμάμαι καθόλου;»
- «Περάστε...»,
του είπε με δισταγμό και νιώθοντας μια ελαφριά ντροπή που δεν πήγαινε το μυαλό
της στο ποιος συγγενής ήταν αυτός που ήρθε τόσο δρόμο να μοιραστεί μαζί μας τη
χαρά του γάμου του κι εκείνη δεν είχε την παραμικρή ιδέα αν ήταν κάποιος κουμπάρος
ή ξεχασμένος βαφτισιμιός ή από κάποιο από τα σόγια, το δικό της ή του μακαρίτη
του άντρα της.
Άλλωστε,
την δεκαετία του ’80, δεν ήταν καθόλου ασυνήθιστο να δέχεσαι ξαφνικές
επισκέψεις στο σπίτι από συγγενείς και γνωστούς οι οποίοι «κατέβαιναν» στην
πόλη για τις δουλειές τους και τα ψώνια τους και ερχόταν επί τη ευκαιρία να πουν
κι ένα «γεια».
Οι
σχέσεις, ελάχιστα εξαρτιόταν από τον βαθμό συγγένειας, αφού ο «ξάδερφος» ήταν εξίσου
«ξάδερφος» ήταν πρώτος είτε τρίτος, ενώ η κουμπαριά ισοδυναμούσε με εξ αίματος
συγγένιο, αναγνωρισμένο εξίσου από Θεό κι ανθρώπους.
Ο άγνωστος
ξένος, μπήκε ευθείς στο χωλ και προχώρησε προς το μικρό δωμάτιο που χρησίμευε
σαν καθιστικό της οικογένειας Καρακώστα, λες και είχε έρθει πολλές φορές
μουσαφίρης στο σπίτι και το γνώριζε καλά.
- «Κάλεσα
και τον Μητσοτάκη και τον Παπανδρέου επίσης!», αναφώνησε εκείνος περιχαρής, με
την γιαγιά-Αθανασία να γουρλώνει έκπληκτη τα μάτια της.
- «Θα
είναι όλοι εκεί, πολύς κόσμος, για τον γάμο μου με την Μαρία, και φυσικά σας
περιμένω κι εσάς!», συνέχισε απτόητα ο ξένος.
Πλέον όμως,
ήταν αργά και το... λάθος είχε γίνει.
Το συναίσθημα ντροπής, άρχισε να παραχωρεί τη θέση τους σταδιακά σε αυτό του φόβου. Εξάλου ήταν δυο γυναίκες μόνες με ένα παιδί στο σπίτι, αφού ο πατέρας μου, ως ναυτικός, έλειπε σε κάποιο από τα μακρινά του ταξίδια.
Από την άλλη όμως, το παρουσιαστικό του αγνώστου, καθόλου απειλητικό δεν έμοιαζε. Ίσα-ίσα που θα μπορούσες να υποθέσεις ότι φαινόταν σαν να ήταν μέλος της οικογένειας.
Με τις σκέψεις αυτές, η γιαγιά μου συνόδευσε τον ακάλεστο επισκέπτη
στο καθιστικό, εκεί όπου βρισκόμουν κι εγώ προσποιούμενος πως τάχα τρώω το πρωινό
μου.
Η μητέρα
μου εμφανίστηκε απορημένη από την κουζίνα, σκουπίζοντας τα χέρια στην ποδιά
της.
- «Μαρία
θα μας φτιάξεις έναν καφέ, να τα πω εγώ λίγο εδώ με τον... συγγενή που ήρθε από
το χωριό;», είπε η γιαγιά μου.
- «Ναι, βέβαια»,
απάντησε εκείνη. «Πώς τον πίνετε τον καφέ σας…;»
- «Γλυκός
θέλω να είναι, σαν την Μαρία μου!», αποκρίθηκε εκείνος.
Προτού
αποχωρήσει όμως για να βάλει το μπρίκι στο γκαζάκι, η μητέρα μου δεν παρέλειψε
να μου ρίξει μια ματιά γεμάτη νόημα, που ακόμη δεν είχα φάει το πρωινό μου,
φέτες ψωμί με βιτάμ και μέλι κι ένα ποτήρι γάλα, σταθερή διατροφική αξία στη
ζωή μου εδώ και περισσότερα από 40 χρόνια.
Το νόημα του
βλέμματος δεν ήταν άλλο φυσικά από το «τώρα που είναι ο ξένος εδώ, κανόνισε να
μην φας το φαγητό σου και να μας κάνεις ρεζίλι ότι δεν τρως» και,
καταλαβαίνοντας πολύ καλά τη ματιά της μάνας, έδωσα μια δαγκωνιά ακόμη στη φέτα
του ψωμιού.
Οι
καφέδες, ελληνικοί βεβαίως αφού άλλος καφές δεν υπήρχε και η σχετική ερώτηση θα
ήταν περιττή, ήταν σύντομα έτοιμοι και η γιαγιά μου κάθισε με τον άγνωστο που
είχε εξάψει την περιέργεια όλων μας, να τα πουν.
- «Από το
χωριό είπατε ότι ήρθατε;», τον ρώτησε δήθεν εκείνη που τόση ώρα πάλευε να
θυμηθεί αν και από που τον ξέρει.
- «Ποιο
χωριό καλέ; Εδώ, από το Αγρίνιο είμαι και μεθαύριο την Κυριακή στις 16:00,
παντρεύομαι την Μαρία! Θα έρθει και ο Μητσοτάκης και ο Παπανδρέου, δεν θυμάσαι
που σου το είπα;», της απάντησε εκείνος.
- «Είμαι
ο Ιάσωνας και παντρεύομαι την Μαρία, ήρθα να σας δώσω τα καλέσματα!», συνέχισε
ο έως τότε ανώνυμος ξένος.
Με το
θάρρος που της έδωσε το γεγονός ότι πλέον είχε τουλάχιστον ένα όνομα να
πιαστεί, η γιαγιά μου δεν δίστασε να πιάσει το ψιλοκούβεντο μαζί του και να
μάθει όλα τα σχέδιά του για το μυστήριο που θα τελούνταν την προσεχή Κυριακή, καταλαβαίνοντας
ότι απέναντί της έχει έναν άνθρωπο από τον οποίο δεν είχε τίποτα να φοβηθεί.
Για χρόνια,
ο Ιάσωνας τριγύριζε χαμογελαστός πέριξ της Χατζοπούλου, με το χαρακτηριστικά υπερμεγέθες
ρολόι με ξυπνητήρι κρεμασμένο στο λαιμό του για να μην ξεχαστεί και δεν φτάσει
έγκαιρα στο γάμο του με την Μαρία, προσκαλώντας καλοπροαίρετα στο μυστήριο
όποιον συναντούσε μπροστά του.
Μπορεί ο δυστυχής να μην πήρε ποτέ για νύφη την αγαπημένη του, αφού μπήκαν τα σόγια στη μέση και δεν επέτρεψαν να γίνει αυτός ο γάμος, έτσι τουλάχιστον λέγαν στη γειτονιά, η οικογένεια Καρακώστα όμως απέκτησε έναν τακτικό επισκέπτη που κάθε τόσο μας χτύπαγε την πόρτα για να μας δώσει τα καλέσματα, να πιεί τον καφέ του μαζί μας και να μας περιγράψει με κάθε λεπτομέρεια το πώς φανταζόταν την πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής του!