16 Απριλίου 2018

Το Μαχαίρι

Το νάιλον πανωφόρι και ο σκούφος του, ίσα που τον προστάτευαν από την υγρασία και τη βραδινή ψύχρα. Αν και ήταν ακόμα Αύγουστος, το κρύο ήταν τσουχτερό στην πλαγιά της Οίτης. Πρέπει να ήταν γύρω στις 12 τα μεσάνυχτα και ο Τάκης, ακουμπισμένος σε ένα μικρό βράχο, σκάλιζε μ’ ένα ξύλο μηχανικά τα κάρβουνα μιας σιγανής φωτιάς, βυθισμένος στις σκέψεις του. Φυλούσε πάνω-κάτω 100 γιδοπρόβατα που βρίσκονταν λίγα μέτρα πιο κει, σ’ έναν πρόχειρο στάβλο, όπως έκανε κάθε καλοκαίρι τα τελευταία 25 χρόνια της ζωής του. Από 10 χρονών ακολουθούσε τον πατέρα του και τον μεγαλύτερο αδερφό του, τον Γιώργο, «στα πράματα». Και τώρα, σχεδόν 35, με τον πατέρα του ανήμπορο, την ηλικιωμένη μάνα του να τον φροντίζει στο σπίτι και τον αδερφό του να μετρά ήδη 7 χρόνια νεκρός, είχε απομείνει ολομόναχος, αυτός και τα ζώα του.

Η δουλειά ασταμάτητη, χειμώνα-καλοκαίρι, γιατί τα ζωντανά θέλουν συνέχεια φροντίδα. Ο ελεύθερος χρόνος, μια πολυτέλεια που είχε σχεδόν ξεχάσει. Οι μέρες κυλούσαν, οι εποχές άλλαζαν, το καλοκαίρι στο βουνό, το χειμώνα στο χωριό, τα χρόνια περνούσαν. Ούτε καιρός για διασκέδαση, ούτε για παντρειά φυσικά. Άλλωστε, η οικογένεια είχε βυθιστεί σε πένθος με το θάνατο του Γιώργη, που ως μεγαλύτερος, είχε διπλό ρόλο, αδελφού και πατέρας για τον Τάκη. Ένα δυστύχημα όμως με το τρακτέρ, του έκοψε νωρίς το νήμα της ζωής, στα 33 του χρόνια.

«Κάπου τώρα θα γινόταν 40», σκεφτόταν ο Τάκης, όταν άξαφνα του φάνηκε πως άκουσε ένα θόρυβο, σα μια πέτρα να κυλά, κάπου πίσω του. Γύρισε να κοιτάξει, σκεπτόμενος πως θα είναι κανένα ζώο του βουνού, ακόμη και καμιά αλεπού που μυρίστηκε ανθρώπινη παρουσία και σκέφτηκε να δοκιμάσει την τύχη της. Δεν ήταν όμως τίποτα, ούτε αλεπού, ούτε άλλο ζωντανό. Μέσα στη τσέπη του πανωφοριού του, είχε ένα φακό, απαραίτητο εργαλείο για το βουνό, αλλά δίστασε να τον ανάψει για να μη θαμπώσει τα μάτια του που είχαν συνηθίσει το σκοτάδι. Άλλωστε, το βουνό και η φύση ήταν φίλοι του, δεν είχε τίποτα να φοβηθεί.

Γύρισε να ξανακαθίσει στη θέση του και πριν προλάβει, πάγωσε. Απέναντί του, μόλις τρία-τέσσερα μέτρα μακριά, με μονάχα τη μισοσβησμένη φωτιά να τους χωρίζει, στεκόταν επίσης αμίλητος εκείνος. Ο νεκρός αδερφός του. Το πρόσωπό του ήταν μαυρισμένο, τα ρούχα του σκούρα και απροσδιόριστα, τα μάτια του γυάλιζαν, υπερφυσικά φωτεινά. Χαμογελούσε, ή έτσι του φάνηκε του Τάκη. Η κίνησή του ήταν ασυναίσθητη, σχεδόν χωρίς να το καταλάβει, με το αριστερό του χέρι έπιασε τη μεταλλική λαβή του μαχαιριού που είχε πάντα περασμένο στη μέση του.

«Έλα, έλα να με αγκαλιάσεις!», του είπε η οπτασία. Εκείνος αμίλητος, κρατώντας πάντα τη λαβή του παλιού μαχαιριού, ένοιωθε να ζαλίζεται. «Μα πως; Μα γιατί;» σκεφτόταν. «Τι πράγματα είναι αυτά βρε αδερφέ, δε χαίρεσαι που με βλέπεις; Έλα να σε αγκαλιάσω», ξανάπε η οπτασία, δίχως όμως κανένας από τους δυο να κάνει ένα βήμα προς τον άλλο.

Η φωτιά τρεμόπαιζε, είχαν απομείνει πλέον σχεδόν μόνο τα κάρβουνα, ωστόσο τα μάτια του Γιώργου έμοιαζαν τώρα να γυαλίζουν ακόμη περισσότερο, σε αντίθεση με τη σκοτεινή σιλουέτα του. Ήταν σίγουρος πλέον πως του χαμογελούσε. Όμως δεν ήταν χαμόγελο χαράς. Ήταν ένα σκληρό χαμόγελο, που έμοιαζε εχθρικό, ειρωνικό. «Έχε χάρη που κρατάς αυτό το μαχαίρι, αλλιώς θα καλοπέρναγες απόψε», του είπε, σχεδόν βάναυσα. Τα χείλη του αγρίεψαν για μια στιγμή, το λαμπίρισμα στα μάτια του έσβησε, και του γύρισε την πλάτη. Έμοιαζε να απομακρύνεται στο σκοτάδι, αθόρυβα όπως εμφανίσθηκε, αλλά ο Τάκης δεν εμπιστευόταν πια τις αισθήσεις του.

Σωριάστηκε μεμιάς και ακούμπησε στο βράχο, κρατώντας πάντα τη μεταλλική λαβή. Έτσι τον βρήκε η ανατολή του Ήλιου, χλωμό κι αποσβολωμένο, να κρατά το μαχαίρι.