11 Οκτωβρίου 2017

Ο Pandoras στον «κύκλο του Παύλου»

Ο Pandoras με τον Παύλο, Αγρίνιο, Πάσχα του 2003

Πέρασαν 20 χρόνια από το 1997, όταν, τέτοια εποχή περίπου, πολλά απογεύματα κατηφόριζα προς το μικρό κομπιουτεράδικο του Παύλου, χαμηλά στη Χαριλάου Τρικούπη. Η αγαπημένη μου εξαδέρφη, Χρυσούλα, ενδεχομένως να το θυμάται, μιας και κάποιες φορές με συνόδευε σ’ αυτές τις τακτικές μου επισκέψεις, συνήθως μετά το φροντιστήριο. Ήθελα διακαώς να αποκτήσω το τελευταίο adventure video game με ήρωα τον Tex Murphy και ο Παύλος είχε υποσχεθεί ότι θα μου το έβρισκε αυθεντικό, ή «οριτζινάλε», όπως έλεγε. Αν και ήμουν μαθητής της τρίτης λυκείου που υποτίθεται πως προετοιμαζόμουν για τις Πανελλαδικές εξετάσεις, είχα την ελπίδα ότι μέσα στις Χριστουγεννιάτικες διακοπές θα έβρισκα χρόνο να αφοσιωθώ στις ψηφιακές περιπέτειες του αγαπημένου μου ντετέκτιβ.

Είναι αλήθεια όμως ότι τηλέφωνο δεν έπαιρνα και όχι μόνο γιατί πίστευα ότι θα αγνοηθεί, από τη στιγμή που ακόμη και οι συχνές απογευματινές μου επισκέψεις δεν έδειχναν να αποδίδουν καρπούς. Ο λόγος ήταν άλλος, ότι έψαχνα αφορμή για να βρεθώ στο μικρόκοσμο του Παύλου, να απολαύσω την παρέα του και να νιώσω κι εγώ ότι είμαι μέλος σε εκείνο το ξεχωριστό στέκι των Αγρινιωτών κομπιουτεράδων της εποχής.

Το «Pandora Directive» τελικά ήρθε μετά από μερικές εβδομάδες οχλήσεων, αυθεντικό στο κουτί του και συνοδευόμενο από το manual. Έδωσα με χαρά τις 9.500 δρχ, αρκετά χρήματα για έναν χαρτζιλικοσυντηρούμενο μαθητή, και περίμενα να κλείσουν τα σχολεία για να το εγκαταστήσω στον Pentium 133MHz που είχα τότε. Ήταν το 4ο μέρος της σειράς παιχνιδιών με πρωταγωνιστή τον ντετέκτιβ του έτους 2042, μέλος μιας κατηγορίας video game της εποχής με cyberpunk θεματολογία, που ξεκινούσε από το Bloodnet και το Beneath a Steel Sky και συνέχιζε με το περίφημο Blade Runner και το Angel Devoid. Είχε πολλά στοιχεία από noir και συνέχιζε επάξια το καταπληκτικό «Under a Killing Moon» που είχα αποκτήσει και τερματίσει εκείνο το καλοκαίρι.

Τέτοιος άνθρωπος ήταν ο Παύλος, αγαπητός απ’ όλους, μικρούς και μεγάλους. Δε σε κέρδιζε μόνο με το γνήσιο χαρακτήρα του αλλά και με τα ειλικρινή πειράγματα. Πάντα με χιουμοριστική και φιλική διάθεση μεν, χωρίς όμως να αφήνει ποτέ ευκαιρία να πάει χαμένη δε. Τα παρατσούκλια βέβαια είχαν την τιμητική τους στο μαγαζί και από τη στιγμή που σου τα κόλλαγε, ξέχναγες το πραγματικό σου όνομα, και μαζί και όλοι οι υπόλοιποι θαμώνες που πλέον σε αποκαλούσαν μόνο με αυτό. Έτσι, ο Δημήτρης ήταν ο «Action Man», ο Γιώργος έγινε «Jeller», o Σταύρος ήταν ο «Ξεντράφ» και ο Γιάννης ήταν ο «Chipitas», αν και για το «Γιάννης» δεν είμαι και τόσο σίγουρος! Κάποιοι άλλοι, πιο τυχεροί ενδεχομένως, επέλεξαν μόνοι τους τα παρατσούκλια τους. Ο Ζώης ήταν ο «Jess», o Γιώργος ο «Τεχνικός», ο άλλος ο Γιώργος ήταν ο «Forsaken» (είχαμε πολλούς Γιώργηδες) και ο Πάνος ήταν ο «Zelda». Ο κύριος Νικολάου ήταν ο «Μουσικός», λόγω ιδιότητας ενώ ο Σπύρος ο καφετζής αποκαλούνται περιπαικτικά «Πίπης». Μέσα σε αυτούς, δεν έλειψαν και πολλοί «επώνυμοι», όπως ο Σωκράτης και η Ειρήνη, ο Άγγελος με την Africa Twin, ο Νίκος, η Βικτώρια, ο Χρήστος, ο Τάσος, ο Ανδρέας με τη Μαγιούλα και ο Λένος, το οποίο μπορεί να μοιάζει με παρατσούκλι αλλά ήταν το πραγματικό του όνομα, νομίζω!

Ο Παύλος δεν είναι πια εδώ. Ένα ύπουλο πρόβλημα υγείας που αντιμετώπιζε τον πήρε από κοντά μας πολύ νέο, εντελώς άδικα. Βρεθήκαμε σχεδόν όλοι μαζί μια τελευταία φορά για να το αποχαιρετίσουμε, φέρνοντας στο μυαλό μας μερικές από τις τόσες στιγμές που ζήσαμε μαζί του, τα αστεία του και τα πειράγματά του. Μέσα-μέσα, κάποιοι παλιόφιλοι συναντιόμαστε και πάντα η κουβέντα μας θα γυρίσει σε εκείνον. Είναι χαρακτηριστικό, ότι όλοι εξακολουθούμε να τον βλέπουμε στα όνειρά μας, έτσι όπως ήταν τότε, κάπου 20 χρόνια πίσω…

Τώρα, γιατί απαιτήθηκαν τόσες και μάλιστα τακτικές επισκέψεις; Μα γιατί ο Παύλος, με τη γνωστή «αμέλεια» που τον χαρακτήριζε, καθυστερούσε χαρακτηριστικά να προμηθευτεί τα 6 πολυπόθητα δισκάκια του παιχνιδιού. Ως αποτέλεσμα λοιπόν, μετέβαινα κάθε τόσο στο μαγαζάκι για να του το «θυμίζω». Κάθε φορά που έμπαινα από την πόρτα, έστρεφε το βλέμμα από το μόνιτορ του υπολογιστή μπροστά του προς εμένα και αναφωνούσε με μικροπαραλλαγές κάτι του τύπου: «Α, το «Pandora Directive»! Φιλαράκι, δεν το βρήκα ακόμη…!». Οι δικαιολογίες ποίκιλλαν: «είχα δουλειά και το ξέχασα», «δεν μου το σήκωσαν το τηλέφωνο, κάτσε να ξαναπάρω», «μίλησα με τον δικό μου και δεν το είχε, αλλά μην ανησυχείς, ξέρω κι άλλον». Η κατάληξη όμως ήταν σχεδόν πάντα η ίδια: «Ξαναπέρνα ή καλύτερα πάρε τηλέφωνο σε μια-δυο μέρες, θα το φέρω, μην ανησυχείς!».

Η επιμονή μου όμως για να βρω το συγκεκριμένο παιχνίδι, αλλά και η αγάπη μου γι’ αυτό, είχε κι ένα άλλο, απρόσμενο αποτέλεσμα. Έκτοτε, κάθε φορά που έμπαινα στο μαγαζί, ο Παύλος με υποδέχονταν με περιπαικτική διάθεση λέγοντας «Καλώς τον Pandora Directive!». Μακρύ για παρατσούκλι, σταδιακά εγένετο σκέτο «Pandoras»...

Όλοι αυτοί, ήμασταν «ο κύκλος του Παύλου», όπως μου άρεσε να μας φαντάζομαι, δίχως όμως να το έχω εκμυστηρευτεί ποτέ σε κανέναν έως σήμερα. Μια συντροφιά ανθρώπων που μοιράζονταν την αγάπη τους για τους υπολογιστές, τα βιντεοπαιχνίδια, την τεχνολογία, τις ταινίες. Είχαμε του δικούς μας κώδικες, τη «γλώσσα μας», τα αστεία μας, τα δικά μας κοινά σημεία αναφοράς και φυσικά τον Παύλο ως επικεφαλής μας. Μια κανονική «υποκουλτούρα», σύμφωνα με τους ορισμούς της Κοινωνιολογίας.

Δεν πέρασε πολύς καιρός και, πριν φύγω για το Πανεπιστήμιο, ξεκίνησα σιγά-σιγά να δουλεύω στο μαγαζί, παίρνοντας τη θέση του φίλου μου του «Τεχνικού», που έφυγε αναζητώντας άλλες επαγγελματικές διεξόδους στην Αθήνα. Ακόμη και στα χρόνια των σπουδών μου όμως, σε κάθε ευκαιρία βρισκόμουν εκεί για δουλειά. Τα Χριστούγεννα και το Πάσχα, το καλοκαίρι, στα κενά των εξαμήνων, ακόμη και τα τυχαία Σαββατοκύριακα ή αργίες που ερχόμουν με το ΚΤΕΛ στο Αγρίνιο. Περισσότερο μάλλον γιατί ο Παύλος ήθελε να με βοηθήσει να βγάλω το χαρτζιλίκι μου παρά γιατί όντως χρειαζόταν εκείνος τη βοήθειά μου στο μαγαζί με τα PC, τα PlayStation και τα CD. Μαζί εκεί και όλος ο κύκλος των κομπιουτεράδων, με ρόλους που συνεχώς εναλλάσσονταν, χωρίς να δίνει κανείς ιδιαίτερη σημασία. Σήμερα πελάτης, αύριο βόλτα για καφέ, μεθαύριο υπάλληλος, και μετά πάλι περαστικός που από φιλότιμο καθόσουν να βοηθήσεις σε μια δύσκολη μέρα με δουλειά. Μάλλον αφορμή ψάχναμε όλοι μας τελικά για να βρισκόμαστε κοντά σ’ αυτόν τον καταπληκτικό άνθρωπο που μας έκανε να αισθανόμαστε σαν τα μικρότερα αδέρφια του. Άλλωστε, ήταν και ο ίδιος τόσο αγαπητός, που πέρα από κανένα χοντροκομμένο πείραγμα, κακό λόγο δεν είπε ποτέ κανένας για εκείνον.

Τα χρόνια πέρασαν, πήρα το πτυχίο μου και σταμάτησα να δουλεύω στο μαγαζί, αναζητώντας επίσης νέους ορίζοντες στα επαγγελματικά μου. Είπαμε εξάλλου, ότι όλα αυτά ήταν πολύ ρευστές έννοιες και σύντομα τη «θέση» μου ανέλαβε ο «Zelda». Ποτέ όμως δεν έπαψα να επισκέπτομαι τον φίλο μου τον Παύλο, με κάθε αφορμή επιστροφής μου στο Αγρίνιο. Είχα άλλωστε πάντα τόσο πολλά να του πω, ενώσω εκείνος αρειμανίως άναβε το ένα Winston μετά το άλλο, ρουφώντας παράλληλα πότε τον καφέ του και πότε την Coca Cola του.

Οι εποχές άλλαξαν, και το μαγαζάκι πλέον δύσκολα τα έβγαζε πέρα, ώσπου κάποια στιγμή ήρθε το λουκέτο. Τα κομπιούτερ όμως πάντα τράβαγαν τον Παύλο και ποτέ δεν έφυγε από το επάγγελμα. Απλά, άλλαζε μαγαζιά, αφήνοντας τα χρόνια να περνούν. Εκείνος ήταν παντρεμένος πλέον με τη σύντροφο της ζωής του, την Βάσω, κι εγώ περισσότερο Αθηναίος πια παρά Αγρινιώτης, κάπου χαθήκαμε, οι επισκέψεις μου αραίωσαν, μεταπτυχιακό, στρατός, δουλειά. Εκτός των άλλων, μια νέα γενιά κομπιουτεράδων είχε πάρει τη θέση μας: Ο Θύμιος με το θρασύ παρατσούκλι «ο Παλιός», ένα από τα καλύτερα παιδιά που πέρασαν από το μαγαζί, ο Γιάννης ή «Μάνος», υποθέτω από τους αγαπημένους του Manowar, ο Δημήτρης ο «Μύθος», και πολλοί άλλοι που δεν πρόλαβα να γνωρίσω.


ΥΓ
Ζητώ συγγνώμη απ' όσους αμέλησα να αναφέρω, έχει περάσει πολύς καιρός από τα χρόνια εκείνα.