08 Μαΐου 2023

Ο μπάρμπα-Γιώργος


Καρακωσταίοι με μισό αιώνα διαφορά.
Ο αγαπημένος μας «μπάρμπα-Γιώργος», Αίγιο - Νοέμβριος 2021

Μπορεί κι εγώ να τον αποκαλούσα πάντα «μπάρμπα-Γιώργο», όπως και όλοι στην οικογένειά μου άλλωστε, στην πραγματικότητα όμως ήταν πρωτοξάδερφος του παππού μου Κώστα Καρακώστα και, εν πολλοίς, κάλυπτε για εμένα το ρόλο ενός παππού που δεν γνώρισα ποτέ.

Η πρώτη συνάντηση μαζί του που θυμάμαι ξεκάθαρα, ήταν στα δώδεκά μου, τον Αύγουστο του 1992. Τότε, η γιαγιά μου η Αθανασία, μητέρα του πατέρα μου, διαισθανόμενη ίσως το τέλος της να πλησιάζει, είχε ζητήσει δυο πράγματα μονάχα. Το ένα, ήταν να την πάμε στο σπίτι της στο χωριό, στη Γέφυρα Βέργας, στην Πετρώνα του Βάλτου. Το δεύτερο, ήταν να καλέσουμε τον μπάρμπα-Γιώργο από το Αίγιο, τον μοναδικό Καρακώστα που εξαιτίας μιας συγκυρίας βρέθηκε κάτω από το «αυλάκι», για να θυμηθούνε μαζί τα παλιά και να πούνε τις ιστορίες τους.

Βλέπετε, ο μπάρμπα-Γιώργος ήταν ο αγαπημένος ξάδελφος του παππού μου αλλά και της γιαγιάς μου που του είχε ιδιαίτερη αδυναμία, και παρά την απόσταση που τους χώριζε και τις δυσκολίες που συνόδευαν κάθε ταξίδι στην Ελλάδα τις δεκαετίες του ‘40, του ’50 και του ’60, επισκέπτονταν ο ένας τον άλλο κάθε φορά που τους δινόταν η ευκαιρία, διατηρώντας αναλλοίωτο το συγγενικό δεσμό.

Πράγματι, ο μπάρμπα-Γιώργος ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση και επισκέφθηκε το πατρικό μου, στο οποίο είχε χρόνια να ταξιδέψει, μετά το θάνατο του παππού μου το 1966. Η χαρά της γιαγιάς μου ήταν μεγάλη και κάθε βράδυ το περνούσαν ξενυχτώντας κάτω από την κληματαριά λέγοντας παλιές ιστορίες, εποχών περασμένων και δύσκολων.

Ήταν όμως και μια ευκαιρία για τον ίδιο των μπάρμπα-Γιώργο να έρθει σε επαφή με συγγενείς που είχε χρόνια να δει, και τις μέρες εκείνες αναζητήσαμε με εκείνον και τον πατέρα μου κοντινούς και μακρινούς συγγενείς σε ολόκληρο τον ορεινό Βάλτο.

Η επίσκεψή του, αποτελούσε όμως και για εμένα μια ευκαιρία. Ήταν ευκαιρία να μάθω παλιές οικογενειακές ιστορίες αφού, δώδεκα ετών και επηρεασμένος ίσως από την κλασσική λογοτεχνία που μανιωδώς διάβαζα, ενδιαφερόμουν ιδιαίτερα να ανακαλύψω άγνωστα σε εμένα γεγονότα του παρελθόντος και ίσως κάποιον ήρωα πρόγονο ή ένα κατόρθωμα για το οποίο θα μπορούσα να καυχιέμαι εσαεί στους φίλους μου.

Σε μια από τις αφηγήσεις του, μου επιβεβαίωσε την ιστορία που είχα ήδη ακούσει και θυμόμουν από τη γιαγιά μου. Μου είπε δηλαδή ότι κάποτε η οικογένειά μας έφερε το επίθετο «Ροΐδης», πράγμα που με είχε κάνει να ψάχνω στην εγκυκλοπαίδεια Γιοβάνη πληροφορίες για τον… συνεπώνυμο Εμμανουήλ και να προσπαθώ να κάνω στο μυαλό μου συσχετισμούς συγγενικούς με τον μεγάλο λογοτέχνη και δοκιμιογράφο από τη μια και γεωγραφικούς από την άλλη για τη σχέση Αιτωλοακαρνανίας και Σύρου, οι οποίες όμως καθόλου μα καθόλου δεν μου έβγαιναν. Ο ίδιος όμως επέμενε ότι όποτε γνωρίζει κάποιον «τυχαίο» Καρακώστα τον υπέβαλε σε σχετικό κουίζ για να διαπιστώσει αν είναι κάποιος όντως από το δικό μας σόι ή πρόκειται για μια απλή συνωνυμία!

Με μεγάλη χαρά δέχτηκα επίσης και την παρατήρηση του μπάρμπα-Γιώργου ότι έμοιαζα πολύ με τον παππού μου τον Κώστα και μάλιστα διέθετα «καρακωσταίικο μαλλί», γεγονός που σήμαινε κατά τον ίδιο ότι, όπως κι εκείνος, θα διατηρήσω την κώμη μου αλώβητη για πολλά-πολλά χρόνια. Ομολογώ ότι όσο μεγαλώνω, τόσο περισσότερη σημασία δίνω σε αυτά τα λόγια του μπάρμπα-Γιώργου παρά στην ιστορία περί αλλαγής του οικογενειακού ονόματος στα χρόνια των Κλεφτών!

Δυστυχώς η καρδιά της πρόδωσε τη γιαγιά μου τον ίδιο μήνα και μετά την κηδεία της ο μπάρμπα-Γιώργος επέστρεψε στο Αίγιο. Για την οικογένειά μου όμως είχε πλέον μπει για τα καλά στη ζωή μας και, έστω τηλεφωνικά, διατηρήσαμε την επικοινωνία μαζί του, μέχρι μερικά χρόνια αργότερα που ως φοιτητής πλέον στην Αθήνα είχα την ευκαιρία να σταματώ που και που να τον βλέπω από κοντά κατά τις μετακινήσεις μου πέρα-δώθε από το Αγρίνιο.

Πάντα μας υποδεχόταν με χαρά, ενώ η γυναίκα του, η κυρά-Παρασκευή, ήταν λες και είχε έτοιμο το υποβρύχιο-βανίλια να με περιμένει. Μαζί στο σπίτι και οι δύο κόρες του, η Ντίνα και η Μαρία, θείες μου τυπικά, αν και ποτέ δεν κατάφερα να τις αποκαλέσω έτσι, αφού στο νεανικό μου μυαλό ο τίτλος αυτός άρμοζε περισσότερο σε πολύ μεγαλύτερης ηλικίας άτομα και όχι στις δύο χαμογελαστές κοπέλες.

Τα χρόνια πέρασαν, εγώ έφυγα από την Αθήνα και σταμάτησα τα πήγαινε-έλα, ώσπου λίγα χρόνια πριν, ένα απόγευμα χτύπησε την πόρτα μας η Ντίνα και μας έφερε τα ευχάριστα νέα ότι η κόρη της και ξαδέρφη μου Εύη είχε περάσει φοιτήτρια στο Αγρίνιο και μάλιστα είχε ενοικιάσει ένα σπίτι πολύ κοντά στο δικό μας. Τώρα, ήταν χρέος της νεότερης γενιάς να διατηρήσει τους οικογενειακούς δεσμούς των Καρακωσταίων. Έτσι, τα επόμενα χρόνια και μέχρι να φύγει από το Αγρίνιο, την συναντούσα με χαρά όποτε μας δινόταν η ευκαιρία, εκείνη, τη μαμά της την Ντίνα, τον μπαμπά της τον Σάκη και τον ξάδερφό μου τον Βασίλη.

Σήμερα, επιστρέφοντας από τη δουλειά, βρήκα στο σπίτι τη μητέρα μου στενοχωρημένη. Τη ρώτησα τι συμβαίνει και μου είπε απλά ότι αύριο πρέπει να πάμε στο Αίγιο. «Ο μπάρμπα-Γιώργος…» της είπα κι εκείνη έγνεψε το κεφάλι της. Κατάλαβα, δεν χρειαζόταν να ειπωθεί κάτι περισσότερο. Εξάλλου, η βουβαμάρα που επικράτησε στο σπίτι μας δεν άφηνε περιθώρια για περισσότερα λόγια.

Αύριο πρέπει να πάμε στο Αίγιο λοιπόν, να δώσουμε τον τελευταίο ασπασμό μπάρμπα-Γιώργο, που έφυγε πλήρης ημερών παίρνοντας όμως μαζί του ένα μεγάλο τμήμα της ιστορίας της οικογένειάς μου, καθώς, ως γεννημένος πριν τον πόλεμο, το 1930, ήταν ο γηραιότερος εν ζωή Καρακώστας.

Ως παρηγοριά, θέλω να τον φαντάζομαι να μας παρατηρεί όλους από μια γωνιά, με το αειθαλές μουστάκι του και το αιώνιο στριφτό τσιγάρο στο χέρι, να μας κατσαδιάζει που είμαστε λυπημένοι και να μας λέει: «τι στενοχωριέστε μωρέ, έτσι κάνουν οι Καρακωσταίοι;»

Ας είναι ελαφρύ το χώμα που θα σε σκεπάσει, παππού Γιώργο.

13 Φεβρουαρίου 2023

Όταν κλείνει ένα μαγαζί στο Αγρίνιο


Εάν κάποτε λέγαμε «όταν ανοίγει ένα σχολείο, κλείνει μια φυλακή» η εποχή μας μάλλον επιβάλει να λέμε «όταν κλείνει ένα μαγαζί, ανοίγει ένα .gr». Μπορεί πολλοί Αγρινιώτες να μείναμε εμβρόντητοι μαθαίνοντας την είδηση ότι στην πόλη μας έκλεισε το υποκατάστημα μεγάλης και γνωστής αλυσίδας πολυκαταστημάτων ηλεκτρονικών και όχι μόνο, σίγουρα όμως οι απολυμένοι εργαζόμενοι βίωσαν πολύ χειρότερα συναισθήματα. Περνώντας έξω από το κλειστό υποκατάστημα και διακατεχόμενος από μια αδικαιολόγητη περιέργεια, τι περιμένει άλλωστε να δει κανείς σε ένα κλειστό μαγαζί, αντίκρισα την πρόσφατα τοποθετημένη επιγραφή που με έβαλε σε διάφορες σκέψεις και με οδήγησε στην προσπάθειά μου να τις καταγράψω.

Αν ανατρέξει κανείς στα δημοσιεύματα του τοπικού ηλεκτρονικού τύπου, κυρίως όμως στα σχόλια των χρηστών κάτω από τις σχετικές αναρτήσεις, δεν μπορεί παρά να αντιληφθεί τις αντιφάσεις που διέπουν την τοπική κοινωνία, και μάλλον όχι μόνο. Αντιφάσεις οι οποίες ενυπάρχουν φυσικά και στον γράφοντα.

Έτσι, δεν μπορώ παρά να αναρωτηθώ, τι θέλουμε ως Αγρινιώτες;

Μας ενοχλεί ο ερχομός μιας μεγάλης αλυσίδας στο Αγρίνιο, γιατί θα επιφέρει ανταγωνισμό στα ήδη δοκιμαζόμενα τοπικά καταστήματα, αλλά όταν αυτή κλείνει, ξαφνικά είμαστε όλοι αλληλέγγυοι με τους εργαζόμενους που έμειναν στο δρόμο;

Κατηγορούμε το ηλεκτρονικό εμπόριο, αλλά ποιος από εμάς δεν ψάχνει στα σκρουτζομάγαζα αγνώστου πατρός πριν αγοράσει το παραμικρό, προσπαθώντας να εξοικονομήσει μερικά ευρώ τα οποία ωστόσο θα πληρώσει σε μεταφορικά και αντικαταβολή στη συνέχεια;

Μας ενοχλούν οι ξενόφερτες εμπορικές φιέστες τύπου «Black Friday» που υπάρχουν μόνο και μόνο για να αυξήσουν τον τζίρο των αλυσίδων και να ενισχύσουν τον καταναλωτισμό, αλλά μήπως δεν ψάχνουμε όλοι μας εκείνες τις μέρες για την «μια, μοναδική και καταπληκτική προσφορά» που θα μας επιτρέψει να αγοράσουμε κάτι που λίγες μέρες πριν δεν χρειαζόμασταν καν;

Ένοχος αυτών των αντιφάσεων και ο ίδιος, δεν κουνώ το δάκτυλο σε κανέναν, προσπαθώ μονάχα να διατυπώσω τους προβληματισμούς μου.

Θυμάμαι πριν μερικά χρόνια, όταν έκλεινε μεγάλο κατάστημα εμπορίας αθλητικών ειδών και έκανα το σχετικό ρεπορτάζ, τα λόγια μιας εργαζόμενης: «Γνωρίζαμε ότι κάτι δεν πάει καλά, αλλά δεν είχαμε καμία ενημέρωση, μας έλεγαν ότι ξεπουλάμε για να αγοράσουμε νέο εμπόρευμα…».

Αναρωτιέμαι αν συνέβη το ίδιο και στην πρόσφατη περίπτωση και αναρωτιέμαι επίσης αν περιμένει κανείς ότι εταιρίες αυτών των μεγεθών μπορούν να επιδείξουν μια περισσότερο «ανθρωπιστική» ή «ηθική» ή «εργατοκεντρική» προσέγγιση στις απολύσεις ή τους «εξορθολογισμούς» και «αναδιαρθρώσεις» που πραγματοποιούν.

Δεν μπορώ να μη συνδυάσω στο μυαλό μου το γεγονός αυτό με την περσινή αποχώρηση από την αγορά του Αγρινίου άλλης μιας αλυσίδας, του χώρου της εστίασης αυτή τη φορά. Τότε, είχα υποθέσει ότι αυτό οφείλεται και στην αποχώρηση του Πανεπιστημίου από το Αγρίνιο, αφού φαίνεται ότι λείπει ένα σημαντικό κομμάτι των ηλικιών που μπορούν να υποστηρίξουν τέτοια καταστήματα. Τώρα, φοβάμαι ότι επιβεβαιώνομαι.

Πόσους νέους ηλικίας 18 έως 30 ετών βλέπετε στο Αγρίνιο; Πολλούς; Λίγους; Ορισμένους; Κάθε απάντηση δεκτή, αν και προσωπικά κρατώ μικρό καλάθι. Ας προχωρήσουμε όμως στην επόμενη ερώτηση: πόσοι από αυτούς εργάζονται ή διαθέτουν εισόδημα προς κατανάλωση; Γιατί για κάθε «χλιδάνεργο» που μπορεί να «βολεύεται» με επιδόματα ή κρυφά εισοδήματα, εκείνοι που πραγματικά μαστίζονται από την ανεργία και την έλλειψη προοπτικής σε αυτό τον τόπο, είναι δυστυχώς πολλοί περισσότεροι.

Φοβάμαι πως όσο κι αν προσπάθησαν κάποιοι να υποβαθμίσουν το γεγονός, την ίδια μέρα είδα σε ανάρτηση φίλου ότι έκλεισε το αντίστοιχο κατάστημα στο Άργος, μόνο κακά μαντάτα για την τοπική κοινωνία μπορεί να σημαίνει η αποχώρηση ενός τέτοιου καταστήματος από το Αγρίνιο. Η Παπαστράτου των υψηλότατων ενοικίων, ο πλέον εμπορικός δρόμος της πόλης κάποτε, μετατρέπεται σε φάντασμα του εαυτού της, αντηχώντας την πραγματική αγοραστική δύναμη που δεν υπάρχει πλέον στο Αγρίνιο. Ακόμη και οι καφετέριες της τόσο περίφημης «ανάπτυξης του καφέ» που τόσο στηλιτεύαμε όλοι μας πριν μερικά χρόνια, κάνουν πλέον… downsizing σε ορθάδικα για καφέ στο πόδι.

Όντας προσωπικά «επιρρεπής» στη συχνή αγορά προϊόντων τεχνολογίας, δεν θα μπορούσα παρά κι εγώ να έχω ψωνίσει αρκετές φορές από το εν λόγω κατάστημα. Μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια που το επισκεπτόμουν ως πελάτης, γνώρισα μερικούς από τους υπαλλήλους του, κάποιους με τα μικρά τους ονόματα, και συνηθίζαμε να ανταλλάσσουμε μια-δυο κουβέντες όποτε συναντιόμασταν, εντός καταστήματος ή ακόμη και στο δρόμο. Σε κάθε καταναλωτική μου αναζήτηση, βρήκα κάποιον υπάλληλο πρόθυμο να με εξυπηρετήσει, ακόμη κι αν δεν ήξερα τι ακριβώς ψάχνω και τον παίδευα με τις ερωτήσεις μου. Κάθε φορά που έμπαινα στο κατάστημα, με υποδέχονταν με ευγένεια και χαμόγελο, κάνοντάς με να νιώσω διπλά άβολα, αφού πολλές φορές απλά χάζευα ή σκότωνα το χρόνο μου μέχρι να πάω σε κάποια δουλειά ή ραντεβού.

Μπορεί κάποιος να πει ότι όλα τα εγχειρίδια «καλού πωλητή» περιέχουν κεφάλαια ολόκληρα για τη σημασία του χαμόγελου και της εξωλεκτικής επικοινωνίας γενικότερα, όμως είμαι βέβαιος ότι όλοι μας αντιλαμβανόμαστε ποιο είναι το πραγματικό και γνήσιο και ποιο χαμόγελο υπαγορεύεται από την πολιτική μιας εταιρίας.

Ταυτόχρονα όμως, ξέρω επίσης ότι όλα τα παιδιά εκεί ήταν πραγματικοί και αξιοπρεπείς επαγγελματίες που, δίχως κανείς μας να γνωρίζει τις πραγματικές συνθήκες εργασίας, τις παροχές ή τους μισθούς τους, τις πιέσεις που δέχονταν για στόχους και πωλήσεις ή όχι, έκαναν πραγματικά ό,τι καλύτερο μπορούσαν για να εξυπηρετήσουν τους πελάτες του καταστήματος για το οποίο εργάζονταν.

Θεωρώ λοιπόν ότι αυτά τα παιδιά άξιζαν κάτι πολύ περισσότερο από τη βαναυσότητα του να ενημερώνονται την ίδια μέρα πως το κατάστημα στο οποίο εργάζονται «κλείνει το απόγευμα» και από την κοροϊδία της «προτεραιότητας πρόσληψης» σε αντίστοιχο υποκατάστημα άλλης πόλης «εφόσον δημιουργούνται θέσεις εργασία», λες και είναι εύκολο ή εφικτό για τον καθένα από αυτούς να ξεσπιτωθεί και να φύγει από την οικογένεια, τους φίλους και τη ζωή του. Πραγματική κουτοπονηριά εκ μέρους της εταιρίας που προσδοκά και να «απαλύνει» δήθεν τον πόνο των απολυμένων αλλά και να τους έχει «καβάτζα», έτοιμους κι εκπαιδευμένους, να κλείσουν όποια τρύπα προκύψει ανά την επικράτεια.

Περισσότερο από όλα όμως, θεωρώ ότι το πλέον εξευτελιστικό για τους ίδιους τους εργαζόμενους αλλά και όλους εμάς σαν πολίτες, ιδιώτες, καταναλωτές ή όποια άλλη ιδιότητα θέλουμε να προτάξουμε, είναι η επιγραφή που με θράσος τοποθετήθηκε πάνω στα κατεβασμένα ρολά του καταστήματος και η οποία μας παραπέμπει για τα ψώνια μας στο ηλεκτρονικό κατάστημα της εταιρίας. Λες και το μεγαλύτερο πρόβλημά μας ως Αγρινιώτες τώρα είναι το που θα βρούμε τζαμάκι για το κινητό μας και όχι το μούδιασμα που μας διακατέχει που μάθαμε ότι κι άλλοι συνάνθρωποί μας προστέθηκαν στα κατάστιχα της ανεργίας.

Εγώ προσωπικά, και σίγουρα δεν είμαι ο μόνος, δεν μπορώ να το δεχτώ αυτό. Προσβάλλομαι όταν μου λένε ότι κάποιοι άνθρωποι έμειναν άνεργοι αλλά δεν πρέπει να με πειράζει γιατί αντικαταστάθηκαν από ένα .gr Κι αν αυτό το βρίσκω εγώ απεχθές μια φορά, ούτε μπορώ να φανταστώ πως αισθάνονται μέσα τους όλοι εκείνοι που όλα αυτά τα χρόνια μας εξυπηρετούσαν με χαμόγελο, παραγνωρίζοντας ίσως την αβεβαιότητα που καραδοκούσε.