22 Οκτωβρίου 2019

World of Warcraft Classic is a video game atavism


Few words can be so ambiguous to their meaning as “classic”. Though it is generally understood as something “timelessly good” or “typical”, there are exceptions as well. I will certainly feel slightly offended if I hear one of my friends refer to something I did as “that is classic Kostas” and occasionally you may hear that something is “too classic” and you certainly know it is to be avoided. This ambiguity does not stem from the difficulty in understanding whether “classic” is “good” or “bad”, but at what exactly constitutes something as “classic”.

Enter: World of Warcraft Classic. For those of you who have no idea what I am talking about, I will pretend to give a-not-so-thorough description: it is the recent re-release of the initial version of probably the most famous and played MMORPG. MMORPG of course stands for Massively Multiplayer Online Role-Playing Game and just nod along and pretend you know exactly what I am talking about because otherwise my explanation will be bigger that this article itself.

Initially released back in 2004 as “World of Warcraft” by Blizzard Entertainment, WoW (for short) took the gaming world by storm, reaching a peak of more than 12 million active accounts and a total of more than 140 million accounts created over its lifespan. Going through several expansions and additions, the game transformed slowly through time, maturing and evolving. Though not so popular like at its prime, it remains at the top of its class, hailed by many (well, me for sure) as the best MMPRPG out there.

Perhaps it didn’t come as a surprise to many when last year Blizzard Entertainment announced that a “Classic” version of the game would become available this summer, which it did, a few months ago. It was a somewhat awkward reaction to the realization that a surprisingly big number of payers chose to play in pirate servers, not because it was free, but because that way they could avoid all the expansion and game updates of the past 15 years. Speculation gave and took at how the game would look and play, until upon release it was revealed that any WoW player with an active account could dive back into the game exactly the way it was 15 years ago. It is perhaps here that we need to discuss what really a “classic” video game is, why is it needed an what can be expected.

Certainly not the first, but WoW was one of those games that helped establish the pay-per-month model. Up until the late ‘90s, we were used to buying a video game as a product. You bought it, played it, and then you could even resale it. WoW was bought as primarily a service, not a product, though you had to buy the initial game installation discs and subsequent expansions. Then came the “bane” of video game world, the pay-to-win games, starting with those awful mobile games. WoW didn’t delve into this, but it did introduce cosmetics bought with real life currency. The model held.

What it did not hold, was the game subscribers base, which steadily declined. New expansions, a vast number of changes targeted at the game’s accessibility, made it retain its place at the top, but far from what it used to be. It is perhaps then that people started turning to private servers, where things where not progressing at the same pace.

At its inception, it was greeted with enthusiasm, an enthusiasm that was verified at the game launch and still goes strong. You might consider nostalgia to be a major factor for turning to a practically 15 years old video game, and it probably is. However, if you consider the game’s progress ever since, WoW classic is a video game atavism, a step back at the evolution of modern video games. Looking for Group, daily quests, and all the comforts available at the latest version, are just not there. The game is much less accessible, much less forgiving, much less polished and much more hardcore.

Thus, the question: why so popular? It is perhaps not seer nostalgia that drove millions of players rolling (sic) classic characters but the game’s old school value. It is a game with a begin, a rather large middle and an extensive end, but an end nonetheless. As one returning to WoW after a 10 years hiatus, I couldn’t but feel overwhelmed. Not because of the changes, which I got used to pretty quickly, like riding a bike after a long time, but because the vastness of the game destroyed any purpose for me. I could never see the end of it, whether it meant being a top PvP player of finishing the hardest raids and wearing the top gear.

Another content update will shortly arrive, and then another expansion and so on, until the time ends or Blizzard decides to cancel the game (or publish World of Starcaft perhaps?). But not with Classic. Though still vast, as I said, the game is finite. It has a story line you can understand and follow to its end. Levels, skills, gear, they have a maximum you can reach, well documented in countless game guides, FAQs and YouTube videos. Hell, it could even be an offline game, had it not been for it’s social and PvP aspect!

WoW Classic for me signifies a fed-up feeling of modern video game design, whether it is for constant changes or paying for cosmetics or simply to be able to keep playing. Of course, we still haven’t heard word from Blizzard and I do believe that re-releasing at least some of the game’s expansion is a possibility, perhaps giving the player the option of choosing how much… classic he or she wants to be. That will be a serious test that might prove me wrong, but until then, I believe WoW Classic is a throwback to what it is all about in video games: simple fun and a grand finale. Hey, perhaps a “classic video game” should be associated with “simple, no fanfares, the way it originally meant to be played”!

18 Ιουλίου 2019

Ζήτω η Ν.Δ.*!

Επιτέλους τέλος, όπως έλεγε κι ένα παλιό ΠΑΣΟΚικό σύνθημα. Τόσο φίλοι μου και γνωστοί δεξιών πεποιθήσεων όσο και το μεγαλύτερο μέρος των εγχώριων ΜΜΕ, χαιρετίζουν την πρόσφατη αλλαγή στη διακυβέρνηση της χώρας. Σύμφωνα με τους ίδιους, η ατυχής τετραετία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ παραχωρεί τη θέση της στη Νέα Δημοκρατία, ώστε όπως δηλώνει και ο νέος μας πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, η χώρα μας να δει τον ουρανό «πιο γαλανό». Από την πλειοψηφία των (εργαζόμενων) συναδέλφων μου δημοσιογράφων, η προηγούμενη διακυβέρνηση κρίθηκε ως τουλάχιστον επιζήμια, αφού μας κυβέρνησαν, μάλλον για πρώτη φορά στην ιστορία, ανάξιοι πολιτικοί. Η κριτική η οποία ασκήθηκε ήταν συνεχής και ανηλεής, ενώ ακόμη και μετά το πέρας της τετραετίας εξακολουθούν να έρχονται στο φως νέα στοιχεία για το μεγάλο αριστερό δεινό που βρήκε την Ελλάδα από το 2015 έως τα σήμερα.

Πράγματι, κάθομαι και αναλογίζομαι όλα αυτά που διαβάζω, βλέπω και ακούω στα ΜΜΕ και αναρωτιέμαι πως κατάφερα και τα έβγαλα πέρα όλο αυτό το διάστημα, πως επιβίωσα χωρίς να με βρει κανένα μεγάλο κακό με αυτούς που μπλέξαμε. Επειδή όμως είμαι θετικός άνθρωπος, ή τουλάχιστον έτσι θέλω να πιστεύω για τον εαυτό μου, θέλω να σταθώ και στα καλά τα οποία μας άφησε αυτή η τετραετία. Όχι βέβαια ότι μπορώ πλέον να πιστέψω ότι είναι δυνατόν η ίδια η κυβέρνηση να έπραξε κάτι καλό, αλλά γιατί πιστεύω πως υπήρχαν και κάποιες έμμεσες θετικές επιπτώσεις. Πιστεύω λοιπόν, ειλικρινά, πως μια νέα εποχή έχει ανατείλει για την ελληνική Δημοσιογραφία και πλέον μπορούμε να κάνουμε λόγο για τη Νέα Δημοσιογραφία!

Το παλιό ερώτημα για το εάν η Δημοσιογραφία αποτελεί μια σχεδόν θεσμική τέταρτη εξουσία, (συμπληρωματική ή ελεγκτική;) των άλλων τριών ή εάν είναι μια αντι-εξουσία από την ίδια της τη φύση, νομίζω πως έχει πλέον απαντηθεί. Αναλογίζοντας τη στάση των Ελλήνων δημοσιογράφων ακόμη και από πριν την ανάληψη της εξουσίας από τον ΣΥΡΙΖΑ, την τετραετή κυβερνητική θητεία αλλά και το σύντομο διάστημα που έχει ακολουθήσει μετά την απώλεια της εξουσίας, είναι βέβαιο για εμένα πως στην Ελλάδα η Δημοσιογραφία είναι τουλάχιστον αντι-εξουσιαστική!

Πως αλλιώς να εξηγήσουμε την εντονότατη δημοσιογραφική αντιπολίτευση που ασκήθηκε στον ΣΥΡΙΖΑ πριν την είσοδο, κατά την είσοδο, ακόμη και μετά την έξοδό του από το Ελληνικό Κοινοβούλιο; Θα μου πείτε, αυτός δεν είναι ο ρόλος του τύπου; Ή, πρώτη φορά βλέπουμε να ασκούν τα ΜΜΕ κριτική στην κυβέρνηση; Δίκιο θα έχετε, εν μέρει όμως, γιατί ποτέ μέχρι σήμερα δεν είδαμε τη συντριπτική πλειοψηφία των ΜΜΕ, από τις μικρότερες τοπικές εφημερίδες και αρθρογράφους έως τα μεγαλύτερα συγκροτήματα, πρωί-μεσημέρι-βράδυ να χτυπούν ανελέητα ένα συγκεκριμένο κόμμα και μόνο, ακόμη κι αφότου αυτό έπεσε από την εξουσία. Ποτέ μέχρι σήμερα δεν είδαμε όχι απλά δημοσιογράφους να στήνουν καριέρες αλλά ολόκληρα μέσα να βασίζουν την ίδια τους την ύπαρξη απλά στην αντίθεσή τους σε μια κυβέρνηση.

Αδικαιολόγητη η στάση αυτή, θα μου πείτε; Και ναι και όχι, θα απαντήσω εγώ. Όχι γιατί το συγκεκριμένο κόμμα λειτούργησε τέλεια ή δεν έδωσε πάμπολες αφορμές, αλλά γιατί ποτέ άλλοτε δεν θυμάμαι τέτοια συλλογική μονομανία. Θα έλεγε κανείς ότι η κριτική δεν ασκούνταν απέναντι σε μια συγκεκριμένη κυβέρνηση αλλά απέναντι στην Κυβέρνηση, τελεία και παύλα. Μια Νέα Δημοσιογραφία, όπως, προφανώς ειρωνικά, την αποκαλώ, αντι-εξουσιαστική, μαχητική, ανεξάρτητη. Ή μήπως δεν είναι έτσι τα πράγματα;

Είμαστε ήδη στη δεύτερη εβδομάδα της Νέας Δημοκρατίας στην εξουσία, για να δούμε αν τα ΜΜΕ και οι συνάδελφοι δημοσιογράφοι εξακολουθούν να διακατέχονται από τις ίδιες αντι-κυβερνητικές πεποιθήσεις, μέσα από κάποιες ενδεικτικές περιπτώσεις:

• Το capital.gr, μας ενημέρωνε στις 9/7/2019 ότι «Η «κληρονομιά» Τσίπρα βυθίζει το χρηματιστήριο». Από κεκτημένη ταχύτητα θα είναι… (Σύνδεσμος: https://bit.ly/32C3VZA)

• Ο Μπάμπης Παπαδημητρίου μιλούσε την ίδια μέρα στην εκπομπή του Άρη Πορτοσάλτε στο ραδιόφωνο του ΣΚΑΙ για γραφεία του Μαξίμου γεμάτα «χασισοκαπνό» (Σύνδεσμος: https://bit.ly/30EbOvu). Εντάξει, μπορεί ο κ. Παπαδημητρίου πλέον να είναι βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας, όμως ο κ. Πορτοσάλτε θεωρητικά εξακολουθεί να είναι δημοσιογράφος.

• Το υπουργικό συμβούλιο του ΣΥΡΙΖΑ επικρίθηκε (δικαίως ίσως) επειδή είχε αναλογικά πολύ μικρό ποσοστό γυναικών σε υπουργικές θέσεις, μόλις 6 σε σύνολο 40 (Σύνδεσμος: https://bit.ly/2YX82Nu). Όταν όμως το αντίστοιχο της Νέας Δημοκρατίας έχει 5 γυναίκες σε σύνολο 51, τότε δεν τίθεται θέμα ισότητας και για το protothema.gr είναι απλά απογευματάκι Τρίτης (Σύνδεσμος: https://bit.ly/2XRPoKv)

• Διαβάσαμε τα χίλια-μύρια για τον διορισμένο στο γραφείο του πρωθυπουργού, Νίκο Καρανίκα, στις 1/3/2016, πάλι στο prototheme.gr (Σύνδεσμος: https://bit.ly/2XWJ8Mw)  αλλά δεν είδαμε να ενοχλείτε κανένας από τον διορισμό του ανιψιού του κ. Μητσοτάκη, Γρηγόρη Δημητριάδη, στη θέση του διευθυντή του πρωθυπουργικού γραφείου.

• Για τα μπρος-πίσω της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ στην περιβόητη επένδυση στο Ελληνικό μας πληροφορεί ο Γιώργος Φυντικάκης μέσα από το liberal.gr στις 26/6/2019 (Σύνδεσμος: https://bit.ly/2NZHFW4) αλλά ακόμη δεν έχουμε δει να παίρνει θέση για την τοποθέτηση του πρώην συμβούλου της Lamda Development, Δημήτρη Οικονόμου, στη θέση του υφυπουργού Περιβάλλοντος με αρμοδιότητα μάλιστα το επίμαχο θέμα.

• Πάμε και στα παλαιότερα, στις 28/5/2012, όταν διαβάζαμε στο tanea.gr, κατόπιν σχετικής τοποθέτησης της Ντόρας Μπακογιάννη σε ομιλία της, για τα μέλη της Διοικούσας Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ που κατά το παρελθόν είχαν βρεθεί ως μάρτυρες υπεράσπισης στις δίκες μελών της 17 Νοέμβρη (Σύνδεσμος: https://bit.ly/2SmOK1i). Δυστυχώς όμως, δεν είδαμε τα Νέα να καταδικάζουν τον Μάκη Βορίδη, αντιπρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας, που είχε αναλάβει συνήγορος υπεράσπισης του Αριστείδη Φλώρου της Energa.

Χμ, μάλλον δεν τα πάμε καλά. Μετά από τόσο ψηλά που έθεσαν τον πήχη τα προηγούμενα χρόνια, διακρίνω μια κάποια χαλάρωση το τελευταίο δεκαήμερο. Πρέπει κανείς να στραφεί στο twitter ή στο φιλο-συριζαίικα μέσα για να διαβάσει κάτι αντιπολιτευτικό απέναντι στη Νέα Δημοκρατία. Τώρα ή η Νέα Δημοκρατία τα κάνει όλα καλά, ή δεν πήραν πρέφα οι συνάδελφοι. Δεν τους έκανε εντύπωση φαίνεται η κατάργηση του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος ή του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας, δεν τους προβληματίζουν τα ήξεις αφήξεις για τη Συμφωνία των Πρεσπών, δεν βλέπουν κανένα πρόβλημα με την τοποθέτηση του Κωνσταντίνου Τσουβάλα στη θέση του νέου Γενικού Γραμματέα Δημόσιας Τάξης, την παραίτηση του οποίου από αρχηγό της Ελληνικής Αστυνομίας ζητούσε πέρυσι η ίδια η Νέα Δημοκρατία. Ο Βαγγέλης Μαρινάκης ήταν διαπλεκόμενος μόνο όταν φερόταν να στηρίζει ΣΥΡΙΖΑ, η κουμπαριά του με την Ντόρα Μπακογιάννη, δεν ενοχλεί κανέναν.

Δυστυχώς το μνημονικό μου πολλές φορές με εγκαταλείπει και η αναζήτηση παλαιών ρεπορτάζ και άρθρων στο διαδίκτυο, δεν είναι πάντα εύκολη, αλλά νομίζω το νόημα αυτών που θέλω να πω, το πιάσατε και δεν θα χρειαστεί να αναφέρω ακόμη περισσότερα παραδείγματα.

Ίσως μάλιστα να με παρεξηγήσετε και να θεωρήσετε πως το άρθρο μου είναι γραμμένο από φιλο-συριζαίικη οπτική. Θα κάνετε λάθος, αλλά δεν έχει σημασία. Γιατί το άρθρο αυτό είναι γραμμένο από την σκοπιά του ανθρώπου που επί τόσα χρόνια εμπεδώνει κάθε μέρα όλο και περισσότερο την κατάντια της Δημοσιογραφίας που καθίσταται δεκανίκι επιχειρηματιών, συγκεκριμένων συμφερόντων και πολιτικών προσώπων και κομμάτων. Του ανθρώπου  που βλέπει καθημερινά την αντι-αριστερή, αντι-κομμουνιστική υστερία του δημοσιογραφικού κόσμου, που αρέσκεται να χαϊδεύει τα συντηρητικά αυτιά του ποίμνιού του φοβερίζοντάς το πως η Ελλάδα κινδυνεύει από τον κομμουνισμό του ΣΥΡΙΖΑ (ας γελάσω) επειδή αυτό εξυπηρετεί τα συμφέροντα των αφεντικών τους, αν όχι και των ίδιων.

Θα παραδεχτώ πραγματικά τους δημοσιογράφους εκείνους που θα συνεχίσουν να χτυπούν με τον ίδιο τρόπο τα κακώς κείμενα και της νέας κυβέρνησης και κάθε κυβέρνησης που θα ακολουθήσει. Τους δημοσιογράφους εκείνους που θα επιτελέσουν τον πραγματικό και ουσιαστικότερο ρόλο του Τύπου, την κριτική απέναντι σε κάθε εξουσία. Αυτή όμως την πραγματικά «Νέα Δημοσιογραφία», δεν ξέρω αν θα μπορέσουμε ποτέ να την έχουμε.


*Νέα Δημοσιογραφία

02 Ιουλίου 2019

Νέες προσεγγίσεις στους Δημοσιογράφους


Εάν τέτοια εποχή πέρυσι αποχαιρετούσα τα Γιάννενα με ένα κείμενό μου, νομίζω πως οφείλω να κάνω το ίδιο φέτος και για την Αθήνα, κι ας ρισκάρω έτσι να αποκαλυφθεί η μεγάλη περίοδος που μεσολαβεί από ανάρτηση σε ανάρτηση στο ιστολόγιό μου. Σε αντίθεση όμως με τα Γιάννενα, που για εμένα αποτέλεσαν μια πρωτόγνωρη εμπειρία που άξιζε ξεχωριστής καταγραφής, η Αθήνα είναι μια πολύ παλιά αγαπημένη μου με την οποία με δένουν άλλου είδους δεσμοί, τόσο μακροχρόνιοι όσο και βαθιοί.

Ωστόσο, έναν αποχαιρετισμό τον χρωστάω και πρέπει να τον πω. Δεν θα τον απευθύνω όμως στην πόλη που έζησα τόσα χρόνια και με πολλές διαφορετικές ιδιότητες, από φοιτητής και εργαζόμενος μέχρι φαντάρος, άνεργος, τουρίστας ή απλός επισκέπτης. Αντιθέτως, θα αφιερώσω αυτό το κείμενό μου στους 14 «συναδέλφους», «συμμαθητές», «συν-άνεργους», «συν-καταρτιζόμενους», «συν-δημοσιογράφους», που με ανέχτηκαν και τους ανέχτηκα για κάτι περισσότερο από τρεις μήνες σεμιναριακής κατάρτισης και πρακτικής άσκησης.

«Νέες Προσεγγίσεις στη Δημοσιογραφία» λοιπόν ο βαρύγδουπος τίτλος του σεμιναρίου που επί μήνες περίμενα να ανακοινωθεί, ανησυχώντας για το εάν θα δεχθούν την αίτησή μου και, κυρίως, για το εάν θα καταφέρω να το παρακολουθήσω. Εύκολα συμπληρώνεις μια ηλεκτρονική φόρμα ή στέλνεις έναν φάκελο με φωτοτυπίες πτυχίων και δικαιολογητικών, όταν όμως πρέπει να μετακομίσεις σε μια πόλη όπως η Αθήνα, όντας άνεργος και άνευ εισοδημάτων, τα πράγματα δυσκολεύουν. Η απόφαση όμως ήταν ειλημμένη και τίποτα δεν μπορούσε να με κρατήσει πλέον στο Αγρίνιο. Τα σχέδιά μου περιλάμβαναν την σύντομη μετακόμισή μου στην Αθήνα, την παρακολούθηση του σεμιναρίου φυσικά, συναντήσεις με φίλους, βόλτες στις παλιές γειτονιές και στέκια, μια στοιχειώδη επαγγελματική δικτύωση, και ό,τι ήθελε προκύψει.

Η πραγματικότητα αποδείχθηκε ελαφρά διαφορετική, καθώς αρκετές δυσκολίες, αντικειμενικές και υποκειμενικές, παράλλαξαν τα σχέδιά μου. Ο χρόνος και το χρήμα αποδείχθηκαν περιορισμένα και ο προγραμματισμός μου ήταν μάλλον ανισοβαρής, αφού και εργασία προέκυψε και ένα σωρό άλλες ασχολίες που ούτε καν τις είχα φανταστεί και σχεδιάσει.

Να ‘μαι λοιπόν στην γκαρσονιέρα της Κυψέλης, μια για μάθημα στο ΚΕΚ Ρέντη, μια για πρακτική στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, και άλλο τόσο συχνά να βολοδέρνω στο κέντρο της Αθήνας, ανάμεσα από φίλους, πανεπιστήμιο, εστία,  καφετέριες και μεζεδοπωλεία, υπηρεσίες, γραμματεία, βιβλιοθήκη, Πετράλωνα, γιατρούς, ΕΡΤ, Βουλή και υπουργεία, Ααβόρα, Εξάρχεια, Πειραιά... Πάνω-κάτω όλα όπως τα θυμόμουν και τα είχα αφήσει, αλλά ας το μαζέψω καλύτερα πριν αρχίσω να ξεφεύγω, γιατί όπως είπα παραπάνω, σήμερα δεν γράφω για την Αθήνα αλλά για τους 14 «συν-κάτι» μου.

Τα 14 εκείνα άτομα με τους οποίους και τις οποίες ξεκινήσαμε από κοινού μια εκπαιδευτική διαδικασία και μαζί την τελειώσαμε, καταφέρνοντας αυτό το διάστημα που συνυπήρχαμε να κάνουμε τις μεταξύ μας σχέσεις να διανύσουν τόσα διαφορετικά στάδια. Από την καθημερινή συναναστροφή και το μοίρασμα σκέψεων, ελπίδων και αγωνιών, μέχρι την ανοχή η ακόμη και την ανοικτή εχθρότητα και την απαξίωση. Καθόλου δεν το είχα φανταστεί ότι ένα σεμινάριο με συγκεκριμένη ύλη και διάρκεια θα πολλαπλασιάζονταν γνωσιακά και θα ενισχύονταν από το παράλληλο μάθημα που σου χαρίζει η αναγκαστική συνύπαρξη με μια ομάδα ανθρώπων που θεωρητικά ναι μεν έχει κοινά χαρακτηριστικά, πρακτικά όμως αποδεικνύεται τόσο εξαιρετικά ετερόκλητη.

Μοναδικό κέρδος το χαρακτηρίζω αυτό εγώ, που είχα χρόνια να βρεθώ σε ανάλογο περιβάλλον, και φυσικά δεν αναφέρομαι στην ανταλλαγή απόψεων και εμπειριών που με έκανε «σοφότερο». Αναφέρομαι στην ίδια τη συναναστροφή και καθημερινή αντιμετώπιση έως και αντιπαράθεση με ανθρώπους που ενώ αρχικά νομίζεις ότι βρίσκονται εκεί για τον ίδιο σκοπό με εσένα, σύντομα διαπιστώνεις πως ο καθένας έχει τη δική του ατζέντα. Εμφανή ψυχολογικά προβλήματα και κόμπλεξ μάχονται με τη γνήσια επιθυμία για μάθηση, την θέληση για εργασία, την προσπάθεια έστω βελτίωσης του βιογραφικού, συχνά μέσα στο ίδιο πρόσωπο, διαμορφώνοντας όλα μαζί ένα πρόγραμμα που προσωπικά το χαρακτηρίζω κατώτερο των προσδοκιών μου. Κι όμως, η προσπάθεια συμπόρευσης με τόσα διαφορετικά άτομα και η προσπάθεια γεφύρωσης των διαφορών μας και των «θέλω» ώστε να καταλήξουμε όλοι μαζί σε ένα κοινά αποδεκτό αποτέλεσμα, είναι ένα νέο μάθημα για εμένα.

Μην απορείτε που αυτό το αποκαλώ «κέρδος», γιατί κέρδος είναι πραγματικό, το να συνυπάρχεις θες δε θες σε μια κλειστή ομάδα για τόσο καιρό, αναγκαζόμενος να ανταπεξέλθεις σε τόσες πιέσεις, εσωτερικές και εξωτερικές. Βλέπεις τα δυνατά σου και τα αδύνατα σημεία σου, μαθαίνεις πως να διαχειρίζεσαι μια κατάσταση της οποίας ποτέ δεν έχεις τον έλεγχο, παρά μόνο μια ψευδαίσθηση αυτού. Πως να τα φέρνεις βόλτα για να πάρεις το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα, όταν οι απόψεις όλων είναι τόσο, μα τόσο διαφορετικές, και η αντικειμενικότητα της κατάστασης φαντάζει άξαφνα απίστευτα υποκειμενική.

Έχοντας βιώσει όλα αυτά τα συναισθήματα, νομίζω πως έχω το ελεύθερο να κάνω μια μικρή αναφορά στον καθένα, με ελαφρά περιπαικτική διάθεση:

Ο Νέαρχος, που μας έκανε να αναρωτιόμαστε σε πόσους συλλόγους και ενώσεις μπορεί  πραγματικά να είναι μέλος (αλλά δεν υπήρχε πολιτικός/πρόεδρος/επικεφαλής/υποψήφιος που να μην τον γνώριζε προσωπικά)

Ο Γιάννης, που μάλλον το πάει για εκπομπή μαγειρικής (αλλά αποδείχθηκε από τους σταθερότερους συμμετέχοντες, παρά το φόρτο εργασίας που είχε)


Η Ηλιάνα, που ζητούσε τακτικά διαλείμματα για τσιγάρο (αλλά ήταν πάντα από τους πρώτους στο μάθημα κάθε πρωί)

Ο Πάνος, που παίζει και να διατηρούσε αναλυτικό, πολύχρωμο excelόφυλλο με τις παρουσίες/απουσίες του καθενός (αλλά ποτέ δεν θα το χρησιμοποιούσε για να εκθέσει κάποιον)

Η Ρέα, που δεν μπορούσε να ανεχθεί κανέναν μας χωρίς τον απαραίτητο καφέ και τα κουλουράκια (αλλά δεν σταμάτησε ποτέ να διεκδικεί ψωμί-παιδεία, εμ, συγγνώμη, καφέ-βουτήματα-κρουασανάκια, για όλη την ομάδα)

Η Ντέμη, που ίσως να το πάει για influencer (και σίγουρα θα μαζέψει άπειρους followers με την τακτικότητα που ανεβάζει στα social media)

Η Σοφία, που προχώρησε σε υπερκατανάλωση χαρτομάντιλων και δεν ξέρω πως βγάζει χειμώνα στα βόρεια απ’ όπου κατάγεται (αλλά διεκδίκησε δυναμικά διαχωρισμό όχι κράτους-θρησκείας αλλά αντρικών-γυναικείων τουαλετών)

Ο «challenge accepted» μυστηριώδης Νίκος, που κάποιοι στο τμήμα θεώρησαν πως μπορεί ακόμη και να είναι εκεί για να μας κατασκοπεύσει (αλλά αποδείχθηκε σημαντικός σύμμαχος σε κάθε διεκδικητική προσπάθεια)

Ο Αριστείδης, που ήρθε από μακριά για να παρακολουθήσει το σεμινάριο και συχνά απογοητευόταν με όσα συνέβαιναν (αλλά επέδειξε απίστευτη στωικότητα και υπομονή καθ’ όλη τη διάρκεια)

Η Ρούλα, που το σύμπαν και η τύχη της συνωμότησαν για να χάσει το σεμινάριο (αλλά εκείνη τα κατάφερε κι έμεινε μέχρι τέλους)

Ο Βασίλης, το καλύτερο βιογραφικό στην Ελλάδα (μετά τον Κυριάκο Μητσοτάκη) που μάλλον τον κέρδισε από νωρίς η πολιτική (αλλά μέχρι να εκλεγεί κατάφερε να προσθέσει άλλο ένα μπουλετάκι στο CV του)

Ο Γαβρίλης, που στάνταρ του πέρασε από το μυαλό να μας πουλήσει ως ιδέα για τηλερεάλιτι με πρωταγωνιστές οριακά ψυχοπαθείς άνεργους καταρτιζόμενους (αλλά σίγουρα θα μας έκοβε ποσοστό από τα δικαιώματα)

Η Μιμή, που κατάφερε να μάθει τις πιο προσωπικές πληροφορίες όλων μας (αλλά δεν θα τις διαθέσει σε σκανδαλοθηρικό περιοδικό γιατί δεν είναι του στυλ της)

Η Σούζυ, που μας εγκατέλειψε όταν διαπίστωσε πως οι επανειλημμένες προσπάθειές της να επαναφέρει στο προσκήνιο το γλωσσικό ζήτημα και το πολυτονικό (ωστόσο η επιρροή της στην ομάδα ήταν αντιστρόφως ανάλογη της φυσικής της παρουσίας της)

Ο Παναγιώτης, «το σιγανό ποταμάκι» που έπιανε διακριτικά τις γωνίες και χάνονταν σαν ninja (αλλά που με τις εκλάμψεις του προωθούσε τη συζήτηση όπου χρειαζόταν).

Ναι-ναι, καλά μετράτε, 15 βγαίνουν κι όχι 14, γιατί κάπου εκεί μέσα είμαι κι εγώ, με παραλλαγμένο όνομα βέβαια, όπως όλοι. Γιατί στην τελική, ακόμη και οι αντιθέσεις που νομίζαμε ότι έχουμε μεταξύ μας, στην πραγματικότητα μας ενώνουν και μας κάνουν ένα. Τα «ψυχολογικά» μας και οι προβληματισμοί μας, μπορεί να μην είναι ίδιο του καθενός ατομικά αλλά συλλογικό χαρακτηριστικό ανθρώπων συγκεκριμένου μορφωτικού επιπέδου και επαγγελματικού κλάδου, που όμως βιώνουν την ανεργία και πολλές ματαιωμένες προσδοκίες.

Μια κατάσταση, πολλές φορές εκρηκτική, δημιουργείτε έτσι, μια κατάσταση η οποία προϋποθέτει σωστή χρήση επικοινωνιακών τεχνικών για τη διαχείρισή της, κάτι στο οποίο φοβάμαι πως αποτύχαμε συνολικά. Εάν μπορώ, έστω εκ των υστέρων, να διατυπώσω δύο κανόνες, αυτοί θα είναι οι παρακάτω:

Διαχείριση της πληροφορίας ή αλλιώς, η σιωπή είναι χρυσός.
Πράγματι, είναι προτιμητέο να μην εισέρχεσαι σε μικρο-αντιπαραθέσεις που δεν καταλήγουν πουθενά. Ειδικά μάλιστα όταν αντιλαμβάνεσαι πως σκοπός αυτών των αντιπαραθέσεων δεν είναι η σύνθεση απόψεων προς έναν κοινό στόχο, αλλά απλά και μόνο η αντιπαράθεση αυτή καθ’ αυτή και η δική σου έκθεση. Το λέγανε ωραία η παλιότεροι και είδα και κάποιους να το εφαρμόζουν με επιτυχία κατά τη διάρκεια του σεμιναρίου: Μη μιλάς! Δεν είναι ότι δεν παίρνεις θέση, δεν είναι ότι δεν έχεις άποψη, είναι πολύ απλά μια ένδειξη ότι σέβεσαι τον εαυτό σου και δεν καταδέχεσαι να μπεις στο τριπάκι του καθένα. Γιατί όσο συγκροτημένη άποψη και θέση αν έχεις, νικητής δεν πρόκειται να βγεις, είσαι χαμένος ήδη από τη στιγμή που αποδέχθηκες την πρόκληση.

Το μήνυμα πρέπει να είναι σαφές ή αλλιώς, όταν αποφασίσεις να μιλήσεις, πέστα όλα και μην αφήνεις καμία αμφιβολία για το τι πραγματικά πιστεύεις.
Άλλο ένα λάθος που και προσωπικά διαπράττω συχνά. Γιατί όταν έρχεται η ώρα που πλέον δεν επιθυμείς να διαχειριστείς τη πληροφορία που θα δώσεις, τότε πρέπει να το πράξεις με απόλυτο τρόπο, δίχως να αφήνεις να διαχέονται μισά νοήματα. Απλά κάντο!

Να, είδατε, τελικά είχα και μάθημα στο τέλος της αυτή η ανάρτηση, όχι μόνο προσωπικές εξομολογήσεις και συναδελφικό θάψιμο. Γιατί, κάθομαι και σκέφτομαι, από πόσες δύσκολες καταστάσεις και ήξεις-αφήξεις θα είχαμε γλιτώσει αν επιλέγαμε να μην εισέλθουμε και πάρουμε θέση σε κάθε προσωπική αντιπαράθεση που ξεσπούσε άνευ λόγου και αιτίας κι αν αντί για τα σούξου-μούξου επιλέγαμε την ξεκάθαρη διατύπωση της θέσης μας, και σε όποιον αρέσει.

Για να δω εγώ που τα λέω, το πήρα το μάθημά μου; Θα τα κάνω πράξη;

01 Ιουνίου 2019

Από τη στιγμή που η γενιά του Πολυτεχνείου παντρεύτηκε την εξουσία...

...τα παιδιά της απέκτησαν οιδιπόδειο*

Αν και θεωρούσα τον εαυτό μου σχετικά προετοιμασμένο, μάλλον αποδείχθηκα αδαής και αποτέλεσε για εμένα έκπληξη. Αναφέρομαι στην της Τόνιας Μοροπούλου, και την απόφασή της να κατέβει υποψήφια για τη Βουλή με τη Νέα Δημοκρατία στα Δωδεκάνησα. Μπορεί να ήταν  περισσότερο γνωστή μέχρι τώρα ως ακαδημαϊκός ή και ως μια από τις φωνές της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, το Νοέμβρη του 1973, τώρα όμως αποφάσισε, έστω με χαρακτηριστική καθυστέρηση, να ακολουθήσει τα βήματα και το δρόμο που από τις πρώτες χάραξαν η Μαρία Δαμανάκη.

Πολλά γράφονται κάθε τόσο για την ιστορική μνήμη και τη σημασία της «για να μην επαναλαμβάνουμε τα λάθη του παρελθόντος». Κατά κανόνα όμως αναφερόμαστε σε πολύ παλιότερα γεγονότα, σε πολέμους, προδοσίες και εθνικούς διχασμούς. Κακώς, ξεχνάμε τα πιο πρόσφατα γεγονότα, εκείνα από τα οποία δεν έχει περάσει ούτε καν μισός αιώνας. «Οι μνήμες είναι ακόμη νωπές», συνηθίζουμε να λέμε, και οι αλήθειες στα αλήθεια ενοχλούν, αλλά έτσι παραγνωρίζουμε τη σημασία του σχετικά πρόσφατου παρελθόντος στο σήμερα.

Η κυρία Μοροπούλου λοιπόν, η οποία πριν 46 χρόνια εξεγέρθηκε κατά της Χούντας μαζί με άλλους φοιτητές και νέους, με συνθήματα όπως «Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία» και καλώντας σε συμπαράσταση όλο το λαό μέσα από το μικρόφωνο του ραδιοφωνικού σταθμού του Πολυτεχνείου, αποφάσισε να συμπεριληφθεί στους υποψήφιους βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας στις προσεχείς εκλογές της 7ης Ιουνίου. Έξυπνη κίνηση, η Νέα Δημοκρατία, όπως όλα δείχνουν μέχρι στιγμής τουλάχιστον, θα είναι η νικήτρια των εκλογών, άρα θα εκλέξει αρκετούς βουλευτές, έχοντας και το πλεονέκτημα των 50 εδρών. Μπορεί και η κυρία Μοροπούλου από τον επόμενο μήνα να αποτελεί ένα νέο μέλος του ελληνικού κοινοβουλίου.

Εξαργυρώνει παλιούς αγώνες; Μια μάλλον επιτυχημένη καριέρα στο Πανεπιστήμιο; Ή απλά προσφέρει άλλοθι σε μια (κεντρο)δεξιά κυβέρνηση; Μάλλον όλα αυτά μαζί. Είναι δικαίωμα του καθενός να πολιτεύεται ή να συμμετέχει στην πολιτική με όποιο τρόπο επιθυμεί. Κρίνεται άλλωστε από το λαό για τις επιλογές του. Η έκπληξή μου όμως έγκειται στο πώς θα καταφέρει η κυρία αυτή να συνυπάρξει στο ίδιο κόμμα με ανθρώπους όπως ο Άδωνις Γεωργιάδης και ο Μάκης Βορίδης. Πως θα ανεχτεί η κυρία Μοροπούλου να βρίσκεται στο ίδιο κόμμα με δυο γνωστούς αρνητές των νεκρών του Πολυτεχνείου; Τι θα τους απαντήσει όταν θα της μιλάνε για την «ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς που κατασκευάζει ήρωες και νεκρούς»; Πως της φαίνεται που μάλιστα οι δυο προαναφερόμενοι είναι ο πρώτος αντιπρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας και ο δεύτερος τομεάρχης εσωτερικών, δηλαδή ιδιαίτερα προβεβλημένα στελέχη και μάλιστα πολύ ανώτεροί της στην κομματική ιεραρχία;

Μάλλον θα της είναι αδιάφορο. Γιατί, όπως είπαμε, η κυρία Μοροπούλου, έστω σε αυτή την ηλικία και μετά από αυτή την πορεία ζωής, επέλεξε να παντρευτεί την εξουσία, και μάλιστα στη «δεξιότερη» εκδοχή της. Καταρρίπτοντας μύθους, κατατρώγοντας ότι έχει απομείνει από μια αριστερή αξιοπρέπεια, δεν διστάζει να συνταχθεί με εκείνους που θα έπρεπε κανονικά να έχει αποστομώσει εδώ και χρόνια και να τους έχει βάλει στη θέση τους. Ίσως να ήταν και στρατηγική επιλογή της, ποιος ξέρει; Η δύναμη και η γλύκα της εξουσίας δεν επιτρέπουν τέτοιες διαφοροποιήσεις και εσωτερικούς διχασμούς, όλα αυτά μπαίνουν κάτω από το χαλί όταν βρισκόμαστε μπροστά στο βάζο με το γλυκό.

Προκειμένου να μην φανώ μικροπρεπής, θα ευχηθώ στην κυρία Μοροπούλου «καλορίζικα» για το γάμο της χρονιάς, κι απλά θα αρκεστώ να της υπενθυμίσω ότι τέτοιες συμπεριφορές, δημιουργούν ψυχολογικά στις επόμενες γενιές.


*παλιό αναρχικό σύνθημα

02 Απριλίου 2019

Do apples bite?

I have often found myself reading critical opinion articles regarding Apple and its products. Almost always, I would skip to the end of the piece and check whether the journalist would come up with something like However and despite all I have written above, I will keep buying Apple, just to feel reassured about my choices. This piece will not end like that.

This is not a love letter to Apple, neither a break-up one. This is a long overdue article I have been wishing to write ever since Apple made its biggest design blunder ever, present iPhone X. Today, more than a year and a few devices later, I feel justified about my opinion back then and I can finally say what I should have said a long time ago: Apple has lost its marbles and today poses a threat to technology and therefore democracy.

To clarify things, I own and use daily Apple devices. I first worked with Apple computers at university, back in 1999 and I have gone through three iPhones and one iPad. I have never owned a Mac, though I really wanted one a few years ago, and, yes, I don't want to keep you in suspense, I will probably buy more Apple devices in the future. However, my reservations are currently at their highest and I think I have a few interesting points to make. So, bear with me, if you will.

Apple is far from perfect or free from mistakes, scandals and wrongdoings, in its long, twisted history. Ranging from its work ethics and practices, it's exploitation of unregulated and dangerous labor, it's product, guaranty and price policy and its stance against its customers. On the other hand, one cannot but appreciate its stance on privacy, especially in view of what is happening with Facebook, Google and most of the tech industry recently. Being a real tech behemoth, one of the most valuable companies planet-wide, if not the most valuable, having penetrated billions of households and influencing other tech companies, perhaps even lawmakers, is the reason Apple is a multi-threat company, on multiple levels. Why? Because it has the power to set trends and influence the shape of things to come in the world of technology. Knowing how important technology is for communicating, is the reason I perceive Apple as dangerous even for democracy.

There is this thing called de facto standard. It means that something becomes the standard or the prototype for everything similar, just because of its existence. Apple being Apple, has become the de facto standard in the world of technology. A big responsibility that more often than not, is being abused. I don't care to praise what is done right, but I do care to focus on one particular aspect of Apple's practices, which is the promotion of technological elitism. This, of course, does not mean that we should close our eyes to other issues that plague the company, like the ones that I mentioned just above.

Now, Apple being Apple, is the trend setter of the tech world. An unsightly iPhone X sporting a barely justified notch on the top of its screen, quickly became a trend. Various Android devices copied that which they shouldn't. Unfortunately, the mimicry does not end there. For the past year and especially during the last few months, we are seeing more and more Apple's choices being copied from the Android world: rather expensive hardware, locked-up devices that are not user repairable, disregard for common technology standards.

Every mistake Apple has made over the years is finding eager imitators, renting credibility to its choices. The forbidden fruit of technology is forbidding innovation and openness by being blatantly copied in unthinkable ways. Apple still holds high the flag of privacy protection, but does so at the cost of hardware and software limitations. Its competitor's, are content with just following along. Their alibi is even less credible since Google, the company behind Android, doesn't share the same privacy reservations. Standards are not used anymore to connect different users, but to segregate them in market groups.

Today, a smartphone is not a luxury accessory. It is a needed commodity for communication and a tool for journalists and citizen journalists alike. A locked-up system running on a locked-up device, is a safety and privacy compromise. A device that does not comply with the industry standards, is a device that poses serious limitations to its user and his ability to operate under different environments and circumstances.

Apple, as well as Google and Facebook, need to rise to the circumstances and declare once and for all where they stand on matters of user privacy, standards and device repairability. Just a few days ago, Apple and Facebook called for an American GDPR-like regulation. Perhaps they are on the right path, but maybe this is not enough until we get to a full e-privacy bill, applicable world-wide. Still, no word has been uttered about how the industry will move forward with standards development.

With smartphone usage estimated at almost a third of world population, we cannot consider Apple or Google as just software and hardware vendors. Technology should be open otherwise we can only guess the dire consequences closeness and blind imitation will have in the long future.

Oh yes, Apple can really bite!