30 Σεπτεμβρίου 2018

Τελικά, ποιοι είναι πιο αδίστακτοι;

«Να φοβάσαι τους νοικοκυραίους, είναι αδίστακτοι». Δε θυμάμαι αν το διάβασα σε κάποιο τοίχο ή τρικάκι, αν το φώναξα ο ίδιος ή απλά κάποιος μου το είπε. Δεν έχει σημασία όμως, γιατί η αλήθεια είναι πως οι «νοικοκυραίοι», και ακόμη περισσότερο εκείνοι που τους παριστάνουν, είναι ένα από τα απεχθέστερα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας.

Πρόκειται στην ουσία για ανθρώπους της μικροαστικής τάξης, στριμωγμένους ανάμεσα στους αστούς και τους εργάτες, παραδοσιακά το πλέον συντηρητικό και αντιδραστικό τμήμα της κοινωνίας, τον περίφημο «εθνικό κορμό». Όνειρό τους η κοινωνική ανέλιξη, για την οποία είναι ικανοί να πράξουν, να υποστούν, να υπομείνουν και να ανεχθούν το οτιδήποτε. Εφιάλτης τους, μήπως ξεπέσουν ακόμη χαμηλότερα, μαζί με εκείνους που θεωρούν κατώτερούς τους. Κι αν για να πετύχουν το πρώτο είναι ικανοί για πολλά, για να μη ταυτιστούν με το δεύτερους, είναι ικανοί για τα χειρότερα.

Τους γνωρίζουμε όλοι πολύ καλά. Είναι εκείνοι που επέτρεψαν επί επτά χρόνια στη Χούντα να δρα ανενόχλητη. Αν τους ρωτήσεις, έχουν την απάντηση έτοιμη, σαν αναμασημένη καραμέλα: «κοιμόμασταν με ανοιχτά παράθυρα, έφτιαξαν δρόμους, είχαμε ησυχία». Δεν τους ένοιαζε αν ο γείτονάς τους βρισκόταν στην εξορία, αν όσοι αντιστέκονταν βασανίζονταν, φυλακίζονταν, δολοφονούνταν. Αρκεί που οι ίδιοι, είχαν την ησυχία τους, την τάξη τους και την ασφάλειά τους, με ανταλλαγή το σκύψιμο του κεφαλιού, άξιοι απόγονοι εκείνων που υποδέχτηκαν μια γενιά πριν τους Γερμανού Ναζί ως «φίλους».

Του είδαμε πάλι ως «αγανακτισμένους πολίτες», στο Πολυτεχνείο το '73, να καραδοκούν γύρω από το ίδρυμα μαζί με χωροφύλακες και παρακρατικούς, για να δείρουν και να βοηθήσουν στο κυνήγι των φοιτητών και νεολαίων που τόλμησαν να πουν το δικό τους «όχι» στη δικτατορία.

Έκτοτε, τους πετυχαίνουμε σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, τα περίφημα «σταγονίδια», να κινούνται ανάμεσα από τη Νέα Δημοκρατία και τα ακροδεξιά κόμματα που κάθε τόσο δημιουργούνται, γιατί ξέρουν ότι υπάρχει έδαφος γι’ αυτά, με αποκορύφωμα το ντροπιαστικό 7% της Χρυσής Αυγής στις εθνικές εκλογές το Σεπτέμβριο του 2015.

Τους είδαμε μετά τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου, το Δεκέμβριο του 2008, να διαμαρτύρονται, όχι για την εν ψυχρώ δολοφονία ενός παιδιού, αλλά επειδή αναστατώθηκε η τάξη απ' όσους βγήκαν στο δρόμο «για ένα κωλόπαιδό που τι ήθελε στα Εξάρχεια»;

Τους ακούσαμε, όταν δολοφόνησαν οι χρυσαυγίτες τον Παύλο Φύσσα, το Σεπτέμβριο του 2013, να λένε «ε τα ήθελε κι αυτός, αν δεν τους πειράξεις, δε σε πειράζουν».

Τους βλέπουμε κάθε φορά που κάποιος προσπαθεί να σηκώσει κεφάλι, να συντάσσονται με τις πιο αντιδραστικές δυνάμεις και ιδέες, ενάντια στον οποιονδήποτε απειλεί την ησυχία τους, τη βόλεψή τους, την ελπίδα τους ότι θα «γίνουν κάποιοι» αν συνεχίσουν να επιδεικνύουν την υποταγή τους. Να «καταδικάζουν τη βία, απ' όπου κι αν προέρχεται», να τηρούν «ίσες αποστάσεις» αλλά να κλείνουν επιδεικτικά το μάτι στους φασίστες και την εξουσία.

Είναι εκείνοι που μικροί πήγαιναν προσκοπάκια, χωρίς όμως ποτέ να μάθουν να αγαπάνε τη φύση, μόνο τους βιομήχανους. Στέλναν τα παιδιά τους στα κατηχητικά, αλλά δεν τους έμαθαν την αγάπη στον πλησίον, όταν αυτός είναι ξένος, μετανάστης, διαφορετικός, αδύναμος.

Μέχρι τώρα όμως, τουλάχιστον στο πρόσφατο παρελθόν, δεν τους είχαμε δει να δολοφονούν. Το λυντσάρισμα του Ζακ Κωστόπουλου, λίγες ημέρες πριν, ενός αδύναμου κι ακίνδυνου ανθρώπου, μέρα μεσημέρι, στο κέντρο της Αθήνας, μας έδειξε ότι είναι ικανοί ακόμη και γι’ αυτό. Δε με ενδιαφέρει το εάν και ποιος ήταν ο νεκρός, για το εάν μπήκε να κλέψει ή όχι, για το εάν ήταν επικίνδυνος, αν το μαχαίρι ήταν δικό του ή οποιαδήποτε άλλη λεπτομέρεια. Γιατί μπροστά στη δημόσια εκτέλεση που έλαβε χώρα και μάλιστα μπροστά σε ένα αμέτοχο κοινό, όλα τα υπόλοιπα, είναι λεπτομέρειες.

Ευελπιστώ πως μέσα στο επόμενο χρονικό διάστημα η αλήθεια θα λάμψει. Θα μάθουμε ποιος ήταν ο Ζακ Κωστόπουλος αλλά και ποιο είναι το πραγματικό ποιόν των δύο δολοφόνων. Θα δούμε και ποιοι άλλοι αποτέλεσαν ηθικούς και φυσικούς αυτουργούς σε αυτή την απαίσια πράξη. Οι νομικοί του μέλλοντος, θα μελετούν την υπόθεση και θα αναρωτιούνται αν τελικά υπάρχει συλλογική ευθύνη. Η χυδαία αντιμετώπιση της περίπτωσης από τα ΜΜΕ, ίσως να διδάσκεται ως παράδειγμα προς αποφυγή σε σχολές δημοσιογραφίας.

Το περίεργο όμως σε αυτή την υπόθεση, δεν είναι το πως αντέδρασαν οι «νοικοκυραίοι-μαγαζάτορες». Δεν είναι καν περίεργο που βγήκαν τόσοι να υπερασπιστούν ως κάτι το αποδεκτό το δημόσιο λυντσάρισμα. Είπαμε, οι νοικοκυραίοι είναι αδίστακτοι. Το περίεργο για εμένα όμως είναι άλλο. Θα περίμενε κανείς, πως μετά από τόσες δεκαετίες και τόσα περιστατικά, το ποιοι είναι οι «νοικοκυραίοι», θα ήταν γνωστό σε όλους. Σε όλους, εκτός από κάποιους δημοσιογράφους, φαίνεται, από αυτούς που υποτίθεται πως ξέρουν καλύτερα. Αυτοί που υποτίθεται πως γνωρίζουν, πως έχουν κάνει ρεπορτάζ, πως ξέρουν ότι πάντα, ανάμεσα στους νοικοκυραίους, κρύβονται και οι φασίστες.

Ανενημέρωτοι ή προπαγανδιστές; Μπορεί τίποτα από τα δυο. Απλά, φοβούνται μη χάσουν το πελατολόγιό τους και τις διαφημίσεις τους. Ίσως αυτοί τελικά να είναι οι πιο αδίστακτοι.

04 Σεπτεμβρίου 2018

Absolutum Conservatum*

«Αυτό (Σ.Σ. εννοεί το μάθημα των Λατινικών) πάτε και το αντικαθιστάτε με την Κοινωνιολογία. Δηλαδή μ’ ένα μάθημα, απλώς για να κάνουν τα παιδιά αριστερά». Άδωνις Γεωργιάδης, βουλευτής και αντιπρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, μιλώντας χθες το βράδυ (Δευτέρα, 3 Σεπτεμβρίου 2018) σε τηλεοπτική εκπομπή, με αφορμή την κατάργηση του μαθήματος των Λατινικών από τις Πανελλαδικές εξετάσεις της ερχόμενης χρονιάς.

Πρόκειται για μια σκέψη που διαχρονικά διατρέχει την ελληνική κοινωνία, βρίσκοντας έκφραση σε διάφορες αντιλήψεις και στερεότυπα, όπως η νεοφοβία, οι υπόνοιες για την ελευθεριότητα των φοιτητών, οι αντιδράσεις απέναντι σε κάθε μορφή διεκδίκησης των νέων. Εδώ και δεκαετίες μάλιστα, ο ακροδεξιός τύπος της Ελλάδας εκφράζει αυτή του τη μισαλλοδοξία έχοντας εφεύρει και τη σχετική λέξη, στα ελληνικά φυσικά, όχι στα λατινικά: «θολοκουλτουριάρης», εννοώντας εκείνον του οποίου η καλλιέργεια και το σκεπτικό είναι δυσπρόσιτα στο μέσο άνθρωπο.

Κι αμέσως, το διαδίκτυο και η blogόσφαιρα γέμισαν με «Dum spiro spero» και «Cogito ergo sum», από άτομα που με το ζόρι μιλούν και γράφουν ικανοποιητικά την ελληνική, αντί να βρεθεί ένας να θέσει την εξής πολύ απλή ερώτηση: «τι σημαίνει ότι μια επιστήμη είναι αριστερή»; Μια ερώτηση που δεν του απεύθυναν ούτε οι δημοσιογράφοι της εκπομπής, ούτε οι συνομιλητές του κ. Γεωργιάδη. Σήμερα, μια μέρα μετά την ανεκδιήγητη αυτή δήλωση, το θέμα απαντάται μόνο σε μέρος του Twitter και κάποια φιλοκυβερνητικά site. Στα mainstream μέσα, πέρασε ντούκου (πιθανή λατινική ρίζα;). Φανταστείτε τι θα γινόταν όμως αν κανένας βουλευτής από την απέναντι μεριά έκανε κάποια αντίστοιχη δήλωση, του τύπου ότι «η Νομική είναι μια συντηρητική επιστήμη»...

Απαράδεκτοι και ασυγχώρητοι όλοι, γιατί ακόμη και αν τα έχασαν από την ακραία ειλικρίνεια του κ. Γεωργιάδη, ο χρόνος αντίδρασης και τα μέσα έκφρασης υπάρχουν, για εκείνους που άλλες φορές αποδεικνύονται λαλίστατοι. Γιατί, αυτό που είπε ο αντιπρόεδρος του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης και μέλος του ελληνικού κοινοβουλίου, δεν είναι μια ανοησία, όπως έσπευσαν να καταδείξουν ορισμένοι. Είναι μια μεγάλη αλήθεια για το φόβο που έχει η Εξουσία, η κάθε Εξουσία, απέναντι σε ένα μορφωμένο (και ενημερωμένο θα προσθέσω εγώ) λαό. Άθελά του ίσως, άλλωστε είναι γνωστός για τον αυθορμητισμό του τον οποίο μετά τρέχει να συμμαζέψει, ο κ. Γεωργιάδης αποκάλυψε για άλλη μια φορά τον ακραίο συντηρητισμό που διακρίνει εκείνον, τον πολιτικό χώρο στον οποίο ανήκει, αλλά και, δυστυχώς, τις απόψεις μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας: Ο «μορφωμένος», είναι «επικίνδυνος», γιατί σκέφτεται κι έτσι μπορεί να κρίνει.

Αυτή τη φορά όμως, στο στόχαστρο δεν μπήκε γενικά η διανόηση, αλλά η επιστήμη της Κοινωνιολογίας, η οποίας, όπως φαίνεται, ανήκει στις «αριστερές» επιστήμες, σύμφωνα πάντα με τον κ. Γεωργιάδη. Μια επιστήμη η οποία εξετάζει την οργάνωση των ανθρώπινων κοινωνιών και τις μεταξύ τους πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις, είναι «αριστερή» λοιπόν, και αυτό ειπώθηκε ανερυθρίαστα. Μάλιστα. Τότε, σύμφωνα με την ίδια λογική, υπάρχουν και «δεξιές» επιστήμες; Ίσως αυτές να λειτουργούν με μια διαφορετική μέθοδο, η οποία δεν περιλαμβάνει την παρατήρηση, την υπόθεση, το πείραμα, τα αποτελέσματα και την ερμηνεία, αλλά να βγάζουν πιο «στάνταρ» δεδομένα. Ίσως, όταν έρθει ο ίδιος στην εξουσία, να ζητήσει να μπουν στο περιθώριο μερικές αντεθνικές επιστήμες, να κλείσουν κάποια Πανεπιστημιακά τμήματα ή ακόμη και όλα τα Πανεπιστημιακά τμήματα, αφού άλλωστε ο ίδιος προωθεί την ιδιωτική παιδεία, όπου ο καθένας θα μπορεί να επιλέξει σπουδές που δεν θα τον φέρουν σε επαφή με μιαρές επιστήμες και ιδέες.

Δε θα υποστηρίξω το κλισέ πως η Παιδεία στην Ελλάδα πάσχει. Πιστεύω ειλικρινά πως το εκπαιδευτικό σύστημα βρίσκεται σε ένα αρκετά ικανοποιητικό επίπεδο, έχοντας ωστόσο μεγάλα περιθώρια βελτίωσης, ειδικά στον τρόπο με τον οποίο πραγματοποιούνται τα μαθήματα. Εκείνο όμως στο οποίο πάσχουμε σοβαρά, είναι η αντίληψή μας για την Παιδεία ως ένα μέσο κοινωνικής και οικονομικής ανόδου, μέσω της εξασφάλισης μιας θέσης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και με την κατάλληλη ρουσφετολογική ή πελατειακή υποβοήθηση.

Αν και προσωπικά δεν ξέρω γρι λατινικά, πέρα από εκείνα που έμαθα διαβάζοντας Asterix ως παιδί, δεν είμαι υπέρ της κατάργησης του μαθήματος από τις Πανελλαδικές εξετάσεις, αν και σαφώς τα ενδιαφέροντά μου κλίνουν σαφώς προς τη μεριά της Κοινωνιολογίας (τουσέ, Άδωνι). Είμαι αναφανδόν υπέρ όμως μιας μεταστροφής της αντίληψης που έχουμε ως κοινωνία για τη γνώση και την επιστήμη κατ' επέκταση. Όχι μια αντίληψη όπως αυτή που προανέφερα, αλλά ως ένα μέσο προσωπικής ανάπτυξης και ικανοποίησης των ενδιαφερόντων μας και της περιέργειάς μας πρώτιστα, το οποίο μπορεί να επιφέρει ή όχι μια βελτίωση του κοινωνικού μας status.

Γιατί, στην περίπτωση που αντιμετωπίζουμε την Παιδεία απλά εργαλειακά, τότε δε χρειάζεται ούτε η κατάργηση των Λατινικών ούτε άλλων μαθημάτων ή επιστημών για να μειωθεί το εκπαιδευτικό επίπεδο. Τότε, η Εξουσία έχει ήδη νικήσει, αφού έχει καταφέρει να μας μετατρέψει σε μορφωμένους παπαγάλους. Η έως τώρα ιστορία, δυστυχώς, δείχνει ακριβώς αυτό.


ΥΓ
Σε καμία περίπτωση δεν εξωραΐζω το ρόλο της Επιστήμης, η οποία έχει χρησιμοποιηθεί πολλάκις για την εξουσιαστική καθυπόταξη του ανθρώπου και της φύσης. Όσο όμως η παιδεία μας εξαντλείται σε ό,τι προσφέρουν κράτος και θεσμοί, τόσο αυτή δε θα μπορεί να μετατραπεί σε εργαλείο χειραφέτησης.


*Απόλυτος Συντηρητισμός, σε dog latin.