08 Ιουνίου 2021

Γεώργιος Τσόλκας, εκ Μαρανελίου ορμώμενος

Η πρώτη εντύπωση που μου είχε κάνει, ήταν το χαρακτηριστικό και λεβέντικο μουστάκι που τον συνόδευε σε όλη του τη ζωή. Λογικό άλλωστε, αφού αυτό θα ήταν εκείνο που θα αποτυπωνόταν πρώτο-πρώτο στο μυαλό ενός παιδιού γύρω στα 10-12, όσο ήμουν δηλαδή πριν περίπου 30 χρόνια όταν γνώρισα για πρώτη φορά τον Γιώργο Τσόλκα. Το δεύτερο που θυμάμαι από εκείνον, ήταν ο εύθυμος χαρακτήρας και η ευγένειά του. Κι αν μείνετε μαζί μου για μερικές γραμμές ακόμη, θα σας αποκαλύψω και την μυθική του ατάκα, δείγμα μιας σπάνιας ευστροφίας και περηφάνειας, που τον μετέτρεψαν σε θέμα συζήτησης και θαυμασμού απ’ όσους είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν.

Μας είχε επισκεφθεί βλέπετε στο σπίτι μας στο Αγρίνιο, δίχως να παραλείψει να φέρει μαζί του μια μεγάλη τούρτα «για την επίσκεψη», αλλά και να χαρτζιλικώσει γερά την αδερφή μου κι εμένα που παρακολουθούσαμε γοητευμένοι τις ιστορίες του ξαφνικού επισκέπτη. Αν και παλιός συμμαθητής των γονιών μου στο Μονοθέσιο Δημοτικό Σχολείο Γέφυρας Βέργας, η ζωή τα είχε φέρει έτσι ώστε να περάσει πολλά χρόνια στα ξένα, σε διάφορες αραβικές χώρες, όπου ασχολούνταν με εργολαβίες έργων και διάφορες άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες.

Έκτοτε, τον συναντούσα που και που, πότε στο χωριό μας, την Πετρώνα Βάλτου και πότε στο καφενείο του «Σαλταούρα», στο Αγρίνιο. Πάντα χαμογελαστός, πάντα ευγενικός, δεν παρέλειπε να με χαιρετήσει εγκάρδια και να με ρωτήσει για τη ζωή μου και τα ενδιαφέροντά μου.

Εκείνο όμως που θέλω να μοιραστώ μαζί σας, είναι μια ανέκδοτη ιστορία από αυτές που σε κάνουν όχι απλά να χαμογελάς αλλά και να εκτιμάς ακόμη περισσότερο κάποιον.

Όπως είπαμε, τα επιχειρηματικά ενδιαφέροντα του Γιώργου Τσόλκα τον ταξίδεψαν σε διάφορες αραβικές χώρες, όπου συνεργάστηκε και γνώρισε πολύ κόσμο. Από εργάτες των εργοταξίων, οδηγούς και τεχνικούς, εργολάβους και μάνατζερ εταιριών, μέχρι μεγαλοστελέχη και προέδρους κολοσσιαίων κατασκευαστικών ομίλων. Κι όπως μπορούσε να αισθανθεί άνετα με τον συνομιλητή του στο καφενείο, άλλο τόσο άνετα μπορούσε να συζητά με εκείνους που βρισκόντουσαν ψηλά στην εταιρική ιεραρχία, παρά την έπαρση που μπορεί να κουβαλούσαν.

Κάποια στιγμή λοιπόν τα έφερε η τύχη έτσι που ο αγαπητός Γιώργος Τσόλκας βρέθηκε σε μια τέτοια παρέα, όπου θέλοντας να εντυπωσιάσουν αλλήλους, άρχισαν όλοι να παρουσιάζουν με στόμφο τα πτυχία τους και τις ακαδημαϊκές τους σπουδές.

«Εγώ, ξέρετε, έχω τελειώσει το τάδε κολλέγιο».
«Σοβαρά αγαπητέ; Εγώ το δείνα Πανεπιστήμιο».
«Εγώ είμαι απόφοιτος του Αριστοτελείου».
«Ενδιαφέρον, εγώ έχω τελειώσει το Μετσόβιο Πολυτεχνείο».

Μοιραία, τα βλέμματα στράφηκαν και προς τον Γιώργο, που στεκόταν παραδίπλα ακούγοντας χαμογελαστός και με ενδιαφέρον τους συνομιλητές και συναδέλφους του.

«Εσύ Γιώργο, αλήθεια, τι έχεις τελειώσει»; του απηύθυνε τελικά κάποιος απ’ όλους το λόγο.
«Εγώ, κύριοι, έχω τελειώσει το Μαρανέλιο*», τους απάντησε ευθύς εκείνος, αποστομώνοντας όλη την ομήγυρη.

Και πως να μη μείνουν όλοι τους πραγματικά «κάγκελο», αφού κανείς τους δεν γνώριζε το ξακουστό ίδρυμα, αλλά και κανείς τους φυσικά δεν τολμούσε να παραδεχτεί ότι δεν το ήξερε, παρά μόνο αμήχανα κουνούσαν καταφατικά το κεφάλι τους;! Απαράδεκτο όλοι αυτοί οι κύριοι, άνθρωποι κοσμογυρισμένοι και με τόσες σπουδές, να μη γνωρίζουν το ξακουστό βαλτινό ίδρυμα που έχει αναδείξει τόσους αποφοίτους, με επιφανέστερο ίσως όλων τον Γιώργο Τσόλκα.

Ας είναι ελαφρύ το χώμα που θα σε σκεπάσει κυρ-Γιώργο. Θα σε θυμόμαστε πάντα για το χαμόγελό σου, την ευγένειά σου αλλά και την ιδιαίτερη βαλτινή σου ευφυία και ετοιμολογία!


* Για τους μη γνωρίζοντες, το Μαρανέλι είναι βουνό του Βάλτου Αιτωλοακαρνανίας, όπου όταν ήταν παιδί, ο Γιώργος Τσόλκας έβοσκε τα πρόβατα του πατέρα του.