Νομίζω ότι οφείλω, προς αποκατάσταση της πραγματικότητας, στον εαυτό μου και στους αναγνώστες των τριών προηγούμενων αναρτήσεών μου στο kostassays (5-6-7 Απριλίου 2022), να γράψω μερικά λόγια για την «αληθινή» εμπειρία μου με τον κορονοϊό, μετά από εκείνη την περίπτωση προ τριμήνου που ίσως ποτέ δεν θα μάθουμε τι πραγματικά συνέβη.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Εν αρχή λοιπόν ην ο Rob Halford και οι Judas Priest! Η συναυλία την οποία περίμενα με ανυπομονησία από το χειμώνα του 2019 για το καλοκαίρι του 2020, αναβλήθηκε, ελέω covid, όπως και την επόμενη χρονιά, το 2021. Φέτος όμως, και από τη στιγμή που οι διοργανωτές ανακοίνωσαν ημερομηνίες, ήμουν αποφασισμένος να την παρακολουθήσω, ό,τι και να γινόταν.
Έκανα μια… σκληρή προετοιμασία με British Steel και έμφαση στο Breaking the Law, αναζήτησα και άκουσα δισκογραφίες στο Spotify, παρακολούθησα video clip στο YouTube και διάβασα άρθρα ολόκληρα στη Wikipedia, ώστε να είμαι πανέτοιμος να υποδεχθώ αυτοπροσώπως τους Metal Gods!
Λόγω εργασίας, όλα κανονίστηκαν την τελευταία στιγμή. Εισιτήριο για τη συναυλία, για το λεωφορείο, φιλοξενία στην Αθήνα και φυσικά η απαραίτητη παρέα για την ώρα του μεγάλου συναυλιακού γεγονότος: ο οικοδεσπότης μου σύντροφος Θ. μετά της συζύγου Δ. και οι συν-ninja Δ. και Α., επίσης μετά της συζύγου Α. ο τελευταίος. Είχα να παρακολουθήσω συναυλία από τους Manowar το 2019, στον ίδιο χώρο, στην Πλατεία Νερού, και πραγματικά «ψόφαγα» να μεταλλιάσω.
Οι αντικειμενικές συνθήκες πραγματικά δύσκολες, αφού έφτασα με την ψυχή στο στόμα και μετά από μια ολόκληρη ημέρα εργασίας και διάνυσης εκατοντάδων χιλιομέτρων, αλλά ψυχολογικά ήμουν έτοιμος από καιρό γι’ αυτό που θα ακολουθούσε. Όσο πλησίαζα με την παρέα μου την Πλατεία Νερού, τόσο η προσμονή μου και η χαρά μου εντείνονταν. Ένιωθα ζωντανός, μεταξύ χιλιάδων φίλων και αδερφών, που σε λίγη ώρα θα γινόμασταν όλοι ένα, μπροστά στους μεγάλος Judas Priest. Το γεγονός μάλιστα ότι πρόλαβα να ακούσω και σχεδόν όλο το πρόγραμμα των Cradle of Filth, με χαροποίησε ακόμη περισσότερο γιατί ήξερα ότι δύσκολα θα είχα ξανά την ευκαιρία να τους δω live.
Με το που τελειώνουν οι CoF και κάνει την πάσα ο Dani για τους Judas, ξεκίνησαν και οι σκηνικές προετοιμασίες. Το καλυμμένο με πανιά μεταλλικό αντικείμενο που κρεμόταν πάνω από τη σκηνή, αποκαλύφθηκε σιγά-σιγά και ήταν φυσικά η περίφημη «τρίαινα» των Judas Priest. Αργά-αργά, κατέβηκε στη σκηνή, σηκώθηκε υπό γωνία απέναντι στο εκστασιασμένο κοινό και άναψαν οι προβολείς της σε όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου, σαν να μας ζητούσε να προσκυνήσουμε τη μεταλλική μεγαλειότητα που εκπροσωπούσε, ένα σχεδόν παγανιστικό σύμβολο που μας ένωνε όλους μαζί σε μια αδελφότητα.
Αρχικά είχα είχα καθίσει με την παρέα μου, η οποία συνεχώς αυξάνονταν με παλιούς και νέους φίλους, όπως τον Ι., τον Κ. και τη Σ., στο πίσω μέρος του χώρου, ακριβώς δίπλα και πίσω από τα δημοσιογραφικά. Στη συνέχεια όμως μετακινήθηκα μπροστά στον κόσμο, λίγα μόλις μέτρα από τη σκηνή, όπου βρήκα κι άλλους φίλους και γνωστούς. «Ωραία, προφανώς έχω κάνει σωστές επιλογές φίλων», σκέφτηκα, αφού δεν περίμενα να συναντήσω τόσους εκείνη τη βραδιά, εκεί μέσα σε τόσο κόσμο μάλιστα!
Ακριβείς στο πρόγραμμά τους, στις 22:30 βγήκαν επί σκηνής οι Judas Priest με τον Rob Halford να αποθεώνεται από όλους μας, γύρω στους 8-10.000 ανθρώπους. Ξεκινώντας με το One shot at glory και συνεχίζοντας με μερικά από τα πλέον γνωστά κομμάτια τους, κατάφεραν να μας ξεσηκώσουν όλους, να μας κάνουν να χοροπηδάμε ασταμάτητα, να βγάλουμε μπλούζες, να χτυπιόμαστε και να αγκαλιαζόμαστε στο mosh pit, να διασκεδάζουμε δίχως καμία σκέψη και έννοια παρά μόνο την επίγνωση ότι είχαμε μπροστά μας τους Θεούς του metal σε μια από τις ωραιότερες συναυλίες που έγιναν ποτέ στην Ελλάδα!
Οι συνεχείς αλλαγές κουστουμιών του Halford, η είσοδός του στη σκηνή ακόμη κι επάνω σε μηχανή, η φωνή του με το απίστευτο εύρος, η αξεπέραστη τεχνική και το showmanship των Glenn Tipton, Richie Faulkner, Ian Hill και Scott Travis, μας χάρισαν πραγματικά μια μοναδική, αξέχαστη εμπειρία.
Η πραγματική κορύφωση όμως ήρθε στο encore, με το Electric Eye και το πολυαναμενώμενο Breaking the Law. Πραγματική μεταλλική έκσταση για όσους είχαμε την τύχη να είμαστε εκεί. Αισθανόσουν αλήθεια την ξεχωριστή σύνδεση που υπήρχε ανάμεσα στη μπάντα και το κοινό, τη λατρεία και την αγάπη, την αίσθηση ότι είσαι μέλος μιας ιδιαίτερης υποκουλτούρας, μιας υποκουλτούρας που σε κάνει χαρούμενο, περήφανο και πάνω απ’ όλα «ζωντανό».
Απαραίτητος ο πρόλογος-tribute στους Judas Priest όμως, για να καταλήξω στο δεύτερο μέρος της ανάρτησής μου, τη νόσησή μου με Covid-19. Άλλωστε, όλη αυτή η διασκέδαση, χωρίς μάσκα μέσα σε τόσο κόσμο, κυριολεκτικά ο ένας επάνω στον άλλο, έπρεπε να έχει και κάποιες επιπτώσεις. Σαν ένα είδος κάρμα, σαν μια κοσμική ζυγαριά που ορίζει το ισοζύγιο χαράς και λύπης, ευτυχίας και δυστυχίας, απόλαυσης και πόνου, άγνωστες δυνάμεις επέλεξαν να μου δώσουν μια γερή δόση COVID-19, αυτή τη φορά στα αλήθεια!
Παρασκευή βράδυ 15 Ιουλίου η συναυλία και το ξεσάλωμα με τους Judas Priest και Κυριακή απογευματάκι, κάτι λιγότερο από 48 ώρες μετά κι ενώ επιστρέφω με το λεωφορείο στο Αγρίνιο, αρχίζω να αισθάνομαι τα πρώτα συμπτώματα, κάποιες μικρές ενοχλήσεις στο λαιμό. Αρχικά, επιλέγω να τις αποδώσω στο τζίντζερ της σπιτικής λεμονάδας που με κέρασε ο σύντροφος Σ. νωρίτερα το μεσημέρι. Άλλωστε, δεν είχα άλλα συμπτώματα, πέρα από μια διάχυτη κούραση, καθ’ όλα λογική όμως αν σκεφτεί κανείς την ταλαιπωρία που είχα τραβήξει εκείνες τις μέρες στον καύσωνα της Αθήνας.
Φτάνω λοιπόν στο σπίτι μου, κάνω το μπάνιο μου και τρώω, χωρίς όμως ιδιαίτερη όρεξη. Ούτε τότε έδωσα σημασία, αφού ούτως ή άλλως τις τελευταίες ημέρες δεν είχα πολύ όρεξη για φαγητό, γεγονός που το απέδιδα στην υψηλή θερμοκρασία που επικρατούσε αλλά και, έτσι ήθελα να πιστεύω, στη δίαιτα που ακολουθούσα. Όσο περνούσε η ώρα όμως, ο λαιμός μου σφιγγόταν, μέχρι που εντελώς ξαφνικά έκλεισε και με έπιασε βήχας. «Βρε λες;», σκέφτομαι και βάζω θερμόμετρο. 36,7. Νορμάλ. Η κούραση σταδιακά κυρίευε το κορμί και τις αισθήσεις μου. Έπεσα για ύπνο, γνωρίζοντας ότι την επόμενη ημέρα είχα άδεια, αν και θα έπρεπε να βγάλω πέρα τουλάχιστον κάποια εργασία από το σπίτι.
Το πρωί όμως, ξύπνησα νιώθοντας αυτό που λένε «σα να με κτύπησε τρένο». Βάζω θερμόμετρο. 38.4. Κατάλαβα… Σηκώνομαι με κόπο από το κρεβάτι, φοράω μάσκα, τα λέω στα γρήγορα με τη μητέρα μου και με το ζόρι σέρνομαι μέχρι το πλησιέστερο φαρμακείο για να κάνω τεστ. Σχεδόν αμέσως, η φαρμακοποιός μου λέει ότι είναι θετικό και να ακολουθήσω τα γνωστά πρωτόκολλα καραντίνας: πενθήμερη απομόνωση και μάσκα τύπου FFP2/KN95/N95.
Ενημερώνω τη δουλειά μου κι επιστρέφω ζαλισμένος στο σπίτι μου, όπου με δυσκολία κάνω ένα μπάνιο. Θερμοκρασία: 39,4. Κλείνω το τηλέφωνο και ξαπλώνω. Έχουν αρχίσει ήδη τα τηλεφωνήματα από τη δουλειά, τα SMS, τα email και τα μηνύματα στα social να σκάνε το ένα μετά το άλλο, αλλά μου είναι αδύνατο να μιλήσω με τον οποιοδήποτε, μου είναι αδύνατο ακόμη και να σκεφθώ καθαρά εκείνες τις στιγμές. Πέφτω σε σχεδόν 24ωρο λήθαργο. Που και που σηκώνομαι για να πιώ νερό ή να πάω στην τουαλέτα. Ούτε λόγος για φαγητό. Παίρνω μόνο ένα 1000άρι αναβράζον Depon για να ρίξω τον πυρετό και ξαπλώνω πάλι.
Κάπως έτσι, πέρασε το πρώτο, δύσκολο 24ωρο. Κάπου ενδιάμεσα θυμάμαι ότι έβλεπα κάτι εικόνες που δεν μπορούσα να προσδιορίσω αν ήταν όνειρο ή παραισθήσεις. Πονούσε παντού το σώμα μου, το κεφάλι μου, κρύωνα και ίδρωνα. Δεν ξέρω αν ο πυρετός μου ανέβηκε περισσότερο ακόμη, δεν μπορούσα να μπω στη διαδικασία του θερμόμετρου. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι κάποια στιγμή άφησα ανοικτό το φως στο πορτατίφ δίπλα στο κρεβάτι μου αλλά δεν είχα τη δύναμη να κινηθώ να το κλείσω, κι ας με ενοχλούσε…
Η αγωνία μου όμως αφορούσε και τους δικούς μου. Ο πατέρας μου είχε προγραμματίσει να φύγει για το χωριό για μερικές μέρες, η μητέρα μου όμως έμεινε στο σπίτι. Έπρεπε να είμαστε όλοι πολύ προσεκτικοί τις επόμενες ημέρες, δεν ήθελα να τους κολλήσω και να τους προκαλέσω πιθανώς σοβαρά προβλήματα υγείας…
Η δεύτερη μέρα ήταν λίγο καλύτερη. Η θερμοκρασία μου ήταν γύρω στους 38,4 βαθμούς, ενώ εμφανίστηκε πιο έντονος ο πονόλαιμος και ο βήχας. Η όρεξή μου δεν επέστρεψε και με το ζόρι έφαγα ελάχιστα το μεσημέρι και το βράδυ. Πήρα άλλο ένα Depon και τις βιταμίνες που μου έδωσε ο γιατρός μου. Μίλησα, αναγκαστικά, σε κάποια τηλέφωνα, εξακολουθώντας όμως να έχω τη συσκευή μου στο “Do not disturb”. Παρακολουθώ τον πυρετό μου ο οποίος μέχρι το βράδυ πέφτει στο 37,4.
Η τρίτη ημέρα, αρχίζει με έντονο βήχα, για τον οποίο ο γιατρός μου χορηγεί ένα σιρόπι, το οποίο πήρα για δέκα μέρες παράλληλα με τις βιταμίνες μου. Παίρνω άλλο ένα Depon και φτιάχνω καφέ. Κάθομαι στον υπολογιστή, για δουλειά και τηλεφωνήματα. Ευτυχώς νιώθω καλύτερα, αν και το κεφάλι μου εξακολουθεί να είναι «ελαφρύ» και να έχω μια μικρή ζαλάδα και αστάθεια. Ίσως να είναι και από την κλεισούρα και τον ύπνο, σκέφτομαι, και συνεχίζω με τις διάφορες υποχρεώσεις μου.
Όπως το βλέπω, θα είμαι εντός σπιτιού μέχρι το Σάββατο, βάσει πρωτοκόλλου. Σχεδιάζω να κάνω ένα τεστ σε φαρμακείο την Κυριακή και, αν όλα πάνε καλά, να επιστρέψω στην εργασία μου την Δευτέρα. Ευτυχώς, έχω πολλά πράγματα να κάνω μέσα στο σπίτι μέχρι τότε. Βιβλία να διαβάσω, σειρές να δω, αρχεία να τακτοποιήσω… Μπορεί το μυαλό μου να μην είναι πολύ καθαρό και η υπομονή μου να είναι μειωμένη, αλλά είναι ευκαιρία να αφαιρέσω μερικά πράγματα από το απύθμενο to do list μου.
Με αυτά κι αυτά, φτάνει και η Κυριακή. Εξακολουθώ να έχω δεκατάκια, 37άρια, αλλά αισθάνομαι πολύ καλά γενικά, αν κι ακόμη δεν έχω όρεξη για φαγητό. Βρίσκω στο ίντερνετ το κοντινότερο εφημερεύον φαρμακείο, φοράω τη μάσκα μου και πηγαίνω. Ενημερώνω τη φαρμακοποιό για να προσέχει ιδιαίτερα μαζί μου και μου κάνει το τεστ. Θετικό. Δεν το περίμενα.
Τον είχα πάρει τόσο αψήφιστα τον κορονοϊό, μετά από δυόμιση χρόνια περιορισμών και μια «παραλίγο» νόσηση. Πίστευα ότι δεν θα το κολλούσα ή το είχα ήδη περάσει ελαφριά εκείνη τη φορά ή είχα κάποια ανοσία ή πολύ μεγάλη τύχη. Τώρα, μια εβδομάδα σχεδόν μετά θετικός, δεν μου άρεσε, με έριξε. Μπορεί να είχα επανέλθει σχεδόν 100% και να εργαζόμουν κανονικά από το σπίτι, αλλά ήθελα να πιστεύω ότι η ιστορία θα τελείωνε εκεί, στις 5-7 μέρες. Αμ δε.
Επέστρεψα απογοητευμένος στο σπίτι. Ενημέρωσα πάλι την εργασία μου και σκέφτηκα ότι μάλλον θα πρέπει να κάνω κάθε μέρα τεστ μέχρι να βγω αρνητικός. Πράγματι, την επόμενη ημέρα, πήρα το δρόμο για την Παλιά Λαχαναγορά Αγρινίου, εκεί που συνεργείο του ΕΟΔΥ έκανε covid test σε πολίτες. Ως συνήθως, ενημέρωσα για την περίπτωσή μου. «Συγγνώμη κύριε», μου είπε η μια κυρία που ήταν εκεί «έχουν περάσει δέκα μέρες από τη νόσησή σας; Όχι. Άρα γιατί ήρθατε; Θα ξανακάνετε τεστ την Πέμπτη, δέκα μέρες μετά από το πρώτο θετικό».
Δεύτερη απογοήτευση. Επιστροφή στο σπίτι και στη νέα μου ρουτίνα. Τηλε-εργασία, μεσημεριανός ύπνος, τηλεοπτικές σειρές, διάβασμα των βιβλίων μου και της ειδησεογραφίας και υπομονή. Κάπου-κάπου, έβγαινα για καμιά βραδινή βόλτα. Αργούτσικά, συνήθως μετά τις 21:00-22:00, με τη μάσκα μου και μακριά από κόσμο. Για να πάρω λίγο αέρα αλλά και για να ελέγξω τον οργανισμό μου. Έπαιρνα ανηφόρες για να δω πως θα ανταπεξέλθουν τα πνευμόνια μου. Όσφρηση και γεύση δεν είχα χάσει αλλά ανησυχούσα για άλλες, μακροπρόθεσμες συνέπειες του κορονοϊού.
Με αυτά κι αυτά, πέρασαν και οι μέρες μέχρι την Πέμπτη. Με αγωνία, πήγα για άλλη μια φορά να κάνω τη γνωστή διαδικασία. Τρίτη απογοήτευση. Πάλι θετικό… «Εάν θέλετε αρνητικό τεστ, θα έρθετε πάλι την Δευτέρα», μου είπε η ευγενική κυρία. Ενημέρωσα και πάλι τη δουλειά μου. Να με πιστεύουν άραγε ή να νομίζουν ότι το κάνω στα ψέματα, αναρωτιόμουν. Τουλάχιστον ήμουν συνεπής σε όσα μπορούσα να κάνω από το σπίτι, δηλαδή σχεδόν στο 100% του αντικειμένου της εργασίας μου…
Άντε λίγες ημέρες υπομονής ακόμα. Συνέχεια στην ίδια ρουτίνα, ένα-δυο βραδινά περπατήματα ακόμη, συνεχής βελτίωση της υγείας και της διάθεσής μου, με εξαίρεση τον βήχα, κι έφτασε το πρωί της Κυριακής, σήμερα βρε!
Με το που σηκώνομαι από το κρεβάτι, αργούτσικα ομολογουμένως, ανοίγω ένα από τα τεστ που είχε φέρει ο πατέρας μου στο σπίτι λίγες μέρες πριν και με προσμονή ακολουθώ τη συνηθισμένη διαδικασία. Ανοίγω το φακελάκι με το πλακίδιο, εισάγω μεθοδικά τη μπαντονέτα και στα δυο μου ρουθούνια έως ότου ενοχληθώ αρκετά, στη συνέχεια την τοποθετώ στο φιαλίδιο με το ειδικό υγρό και στάζω προσεκτικά μερικές σταγόνες στο πλακίδιο ελέγχου. Η ειδική ένδειξη γίνεται μωβ, εμφανίζεται η γραμμούλα στο C και… αυτό ήταν! Αποτέλεσμα: Αρνητικό! Το «Τ» δεν έγραψε ποτέ!
Ακολουθώ την ίδια διαδικασία και για τη μητέρα μου. Ομοίως αρνητική η ένδειξη, τα καταφέραμε! Δυο ολόκληρες εβδομάδες κλεισμένοι μέσα στο σπίτι οι δυο μας και ο πατέρας μου επισκέπτης, και δεν κόλλησα κανέναν! Το θεωρώ μια μικρή νίκη της υπομονής και προσήλωσής μου στην προστασία της οικογένειάς μου. Για εμένα προσωπικά και την οικογένειά μου, τέλος καλό, όλα καλά.
Αυτή λοιπόν ήταν και η δική μου εμπειρία με τον κορονοϊό, τον COVID-19, το «χτικιό» ή όπως αλλιώς το λέμε οι άνθρωποι που τόσο έχουμε υποφέρει από την πανδημία. Τουλάχιστον, έχουμε την πολυτέλεια να μπορούμε να βγάζουμε παρατσούκλια στην αρρώστια, να λέμε τις ιστορίες μας, να μοιραζόμαστε τις εμπειρίες μας, ακόμη και να αστειευόμαστε. Γιατί υπάρχουν και όλοι εκείνοι, οι εκατομμύρια εκείνοι, που η ασθένεια τους έκοψε το νήμα της ζωής ή τους στέρησε αγαπημένα πρόσωπα, και θα θέλουν να ξεχάσουν όσο πιο σύντομα μπορούν τι σημαίνει κορονοϊός…
Σχεδόν τρία χρόνια μετά την εμφάνιση του COVID-19, κι ακόμα δεν έχουμε βρει σίγουρο τρόπο εξάλειψής του. Τρία χρόνια μετά, κι ακόμα προκύπτουν παραλλαγές και μεταλλάξεις, που δεν ξέρουμε πως να τις αντιμετωπίσουμε. Τρία χρόνια μετά κι ακόμη δεν έχουμε καταλήξει αν ο ιός εμφανίστηκε τυχαία ή όχι, αν ξέφυγε από κάποιο εργαστήριο, από λάθος ή σκόπιμα… Κάποιοι ειδικοί, «προβλέπουν» μάλιστα το μέλλον και λένε ότι αυτή δεν θα είναι η μόνη παγκόσμια και θανατηφόρα επιδημία που θα δούμε στη διάρκεια της ζωή μας.
Είναι λοιπόν το μόνο που μπορούμε να κάνουμε το να λαμβάνουμε συμβατικά μέτρα προστασίας και να παραμένουμε σε ρόλο παθητικού θεατή των εξελίξεων; Είναι αυτό το μέλλον της ανθρωπότητας;
Ίδωμεν…